Η χώρα του ονείρου: May 2012

Η χώρα του ονείρου

“Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες τ’ άπειρο, μες τ’ άστρα, μες τα μεγαλεία του Θεού, μες τη σιωπή. Όποιος θέλει να γίνει Χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Γέροντας Πορφύριος

Wednesday, May 30, 2012

Ἡ δύναμη τῆς συνήθειας (Ἁγ. Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ)_(mp3)

Sunday, May 27, 2012

Ἡ δύναμη τῆς συνήθειας (Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Πατμίου) (mp3)

Friday, May 11, 2012

Δίψα γιά τό Θεό_6ο. (Ἁγ. Σιλουανοῦ)_mp3

Δίψα γιά τό Θεό_5ο. (Ἁγ. Σιλουανοῦ)_mp3

Thursday, May 10, 2012

Δίψα γιά τό Θεό_4ο. (Ἁγ. Σιλουανοῦ)_mp3

Wednesday, May 09, 2012

Ἀγρυπνία καί μετάνοια στή ζωή τοῦ μοναχοῦ

Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης



Μερικοί νομίζουν ότι πρέπει να έχουν πολλή μελέτη στην αγρυπνία τους, άλλοι πολλή προσευχή, άλλοι ότι πρέπει να τους χαρίση ο Θεός οράματα, ακροάματα, θεοπτίες, για να αποδείξη ότι υπάρχει ή ότι τους αγαπά. Όλα αυτά αναμφιβόλως είναι υπερβολές, τις οποίες εκμεταλλεύεται ο αντίδικος για να μας καταπιή.

Πώς λοιπόν ιστάμεθα ενώπιον του Θεού; Κατ’ αρχάς, ιστάμεθα σαν απλά παιδιά του. Η αγρυπνία μας είναι η ώρα της αγάπης μας με τον Θεόν. Όπως οι άνθρωποι έχουν τις ώρες που θέλουν να αγαπούν και να αγαπιούνται, έτσι και εμείς έχομε τις ώρες που ζούμε μαζί με τον Χριστόν μας, τις ώρες που τον περιμένομε και μας περιμένει, που προσπαθούμε να δείξωμε την αγάπη μας κατά τον τρόπο που καταλαβαίνει εκείνος. Εμένα, αν μου φέρης ένα γλυκό, μου κερδίζεις την καρδιά. Του άλλου την κερδίζεις με το να του πας ένα βιβλίο· αν του πας γλυκό, θα αποτύχης. Το ίδιο και ο Θεός· θέλει να του πας τα δικά του δώρα, τα δικά του δωρήματα, αυτά που τα καταλαβαίνει. Επί πλέον, εφ’ όσον η ψυχή μας είναι αδύνατη και τρικυμίζεται, και εφ’ όσον υπάρχει «αντίδικος ωρυόμενος», η ψυχή μας θέλει ενίσχυσι, θέλει τον τρόπο της για να μπορή να ξεπερνά τον εαυτό της και να νικά και να χαίρεται τον Θεόν. Γι’ αυτό θα αναφερθούμε σε μερικά πολύ απλά θέματα.Το πρώτο, που πρέπει να επιτύχω στην αγρυπνία μου, μετά την έγερσί μου, είναι το ξύπνημά μου. Πώς θα ξυπνήσω; Άλλος κάνει μετάνοιες, άλλος πλένει το κεφάλι του, τα μάτια του, άλλος κάνει περίπατο έξω από το κελλί του μέσα στο μοναστήρι ή, όταν είναι ερημίτης, επάνω στα βουνά. Αλλά οι Πατέρες χρησιμοποιούσαν πολλούς τρόπους και για να ξυπνούν. Άλλοι ζητούσαν να τους χτυπούν την πόρτα. Άλλοι είχαν κάτι επάνω τους, μια σφαίρα επί παραδείγματι, η οποία έπεφτε και ξυπνούσαν. Σε άλλους έφθανε μία καρφίτσα, που θα έπεφτε από πάνω τους ή από το χέρι τους ή από την βάσι ενός κεριού, που το άναβαν και, όταν έλειωνε, έπεφτε η καρφίτσα και ξυπνούσαν.

Ο ύπνος είναι ένας δούλος που μπορείς να τον κάνης ό,τι θέλεις. Όποτε θέλομε καλούμε τον δούλο μας, όποτε θέλομε του λέμε, πήγαινε τώρα να ξεκουρασθής και, όταν σε χρειασθώ, θα σε ξαναφωνάξω. Ο ύπνος ξέρει να υποτάσσεται στον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος υποτάσσεται στο αφεντικό του, τον Θεόν;

Τα αγρίμια της γης υποτάσσονται στον Θεόν και στον αφέντη τους. Δεν θα υποταχθη ο ύπνος στον άνθρωπο; Αρκεί ο καθένας μας να βρη το δικό του μέτρο και τις δικές του σημερινές δυνατότητες, διότι δεν χρειαζόμαστε πάντοτε τις ίδιες ώρες ύπνου. Τώρα χρειάζομαι οκτώ ώρες, αλλά μετά από έναν χρόνο μπορεί να χρειάζωμαι πέντε ώρες και μετά τρεις ώρες. Αν τυχόν μετά από τρία χρόνια αρρωστήσω, θα χρειάζωμαι έξι ώρες. Όταν θα είμαι ταπεινός, δεν θα επιδιώκω να κάνω το θέλημά μου και τις επιθυμίες μου, αλλά αυτό που θα μπορώ να κάνω εξ αιτίας των νέων συνθηκών.

Αλλά, για να υποτάξω τον δούλο που λέγεται ύπνος και να τον θέσω υπό τις διαταγές μου, είναι ανάγκη να ξεπεράσω τα ορμέμφυτά μου, τις επιθυμίες μου, διότι αυτά είναι, ως επί το πλείστον, η αιτία και δεν έχω τον ύπνο στα χέρια μου. Θα πρέπει να μάθω να λέγω, έλα ύπνε, να κλείνω τα μάτια και να κοιμάμαι. Πολλοί όμως είναι τόσο σπασμένοι από τα αποτυχημένα τους όνειρα, από τους πόθους και τα βουλήματά τους, από τα θελήματα και τις απογοητεύσεις τους, από τις ελπίδες και τις απελπισίες τους, ώστε μπορεί να πέσουν στο κρεββάτι, και να τους πάρη ο ύπνος μετά από τρεις και τέσσερις και πέντε ώρες, ή μπορεί να μην τους πάρη και καθόλου. Έκτος αν είναι καθαρώς θέμα υγείας, αλλά και τότε ο παράγων ψυχή παίζει τον ρόλο του. Σε κάθε άλλη περίπτωσι ο άνθρωπος μπορεί να κυβερνά τον ύπνο του: θέλω να κοιμηθώ; να κοιμάμαι· θέλω να ξυπνήσω; να ξυπνώ.

Για να επιτύχω λοιπόν στον κανόνα μου, πρέπει, πρώτον, να κάνω υποχείριο τον υπηρέτη μου που λέγεται ύπνος. Δεύτερον, χρειάζεται να ηρεμήσω, να νοιώσω ειρήνη και γαλήνη· να σταθώ χωρίς υπερδιέγερσι, χωρίς υπερέντασι του νευρικού και του ψυχικού συστήματός μου, και εν συνεχεία να ανεβάσω τον νου μου εκεί που εγώ θέλω. Ο νους μου δεν πρέπει να είναι σαν ένας αλήτης που πάει από εδώ και από εκεί· δεν πρέπει να γυροφέρνη όπως οι κυκλευταί μοναχοί, αλλά να επιστρέφη στον εαυτό του.

Πού όμως θα καθίσω; Προτιμώ να καθίσω σε πολυθρόνα; Μπορώ να καθίσω. Η πολυθρόνα έμενα μου φέρνει ύπνο; Θα καθίσω σε μια άλλη καρέκλα, ή στον ξύλινο καναπέ, ή στο ξύλινο χαμηλό κρεββάτι μου. Επίσης, μπορώ να κάνω ένα σκαμνάκι με τρία πόδια, ώστε, εάν με πάρη ο ύπνος, να πέσω και να ξυπνήσω. Ό,τι θέλω μπορώ να κάνω, μόνο να είμαι ήρεμος, διότι, όταν είμαι ήρεμος, εξουσιάζω την αναπνοή μου, τους χτύπους της καρδιάς μου, το πνεύμα μου, τα πάντα. Μπορώ τότε να πω: έλα, Θεέ μου, και να το αντιληφθώ. Όταν όμως η καρδιά χτυπάη άτακτα, όταν η αναπνοή μου γίνεται άτακτα, όταν μέσα μου τα βουλήματά μου είναι δυνατά, πώς να πάρω είδησι τον Θεόν; Μόνον αν έχω καμιά σατανική φαντασία, τότε θα πω: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σε ευχαριστώ που καταδέχθηκες να μπης στο αμαρτωλό μου κελλί», αλλά δεν θα είναι αυτός ο Χριστός. Χρειάζεται λοιπόν να ηρεμήσω, να είμαι ξεκούραστος, όχι τόσο σωματικά, όσο πνευματικά. Η υποδούλωσις του ύπνου και η ηρεμία είναι μία προετοιμασία.

Τρίτον, θα επιδιώξω την συντριβή της καρδίας και τις μετάνοιες. Μόνον «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Όταν όμως εγώ έχω την επίγνωσι της αρετής μου, των χαρισμάτων μου, των αγιοτήτων μου, όταν ζητώ από τον Θεόν θείες ελλάμψεις, όταν του ζητώ να γίνω και εγώ μεγάλος, δεν μπορώ να έχω συντριβή καρδίας. «Ζηλούτε τα χαρίσματα τα κρείττονα», λέγει, ο Απόστολος, και το μείζον είναι η αγάπη προς τον Θεόν. Δεν θα ζητήσω λοιπόν κάτι άλλο από την συντριβή, ούτε θα καθίσω σαν δίκαιος ενώπιον του Θεού και θα του απαιτήσω. Αυτό που θα κάνω θα είναι να του ομολογήσω την αμαρτία μου, την ανομία μου, την φτώχεια μου, με τέτοια διάθεσι, ώστε να μη μου υποθάλπη τον εγωισμό, αλλά να μου συντρίβη την καρδιά. Τότε ό Θεός θα επίβλεψη στην καρδιά μου, διότι ο ίδιος λέγει: «Επί τίνα επιβλέψω; Αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και τον ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου».

Επομένως, δεν αρκεί μόνον να διαβάζω ή να προσεύχωμαι. Είναι απαραίτητο να επιδιώξω την συντριβή της καρδίας, η οποία μπορεί να γίνη και με την στάσι μου και με ορισμένες σκέψεις που θα κάνω για τον Θεόν, ή με οτιδήποτε άλλο. Όλα αυτά βεβαίως είναι εισαγωγικά. Μπορώ ακόμη να γονατίσω ενώπιον του Θεού και να τον παρακαλέσω να μου συγχώρηση την αμαρτία μου, που πιθανόν δεν την ξέρω, δεν την φαντάζομαι, αλλά ξέρω πως είμαι αμαρτωλός.

Εν συνέχεια θα κάνω μετάνοιες· με τον όρο «μετάνοιες» εννοούμε και τις σωματικές μετάνοιες. Συμβάλλουν πολύ και αυτές, όπως το βλέπομε καθημερινά. Μερικοί μοναχοί έκαναν χιλιάδες μετάνοιες, ενώ ήταν ακόμη στον κόσμο. Οι μετάνοιες είναι και υπόθεσις εποχής, υγείας, τόπου. Πάντως, έχουν μία σημασία, όπως μαρτυρεί η προσωπική πείρα, οι Πατέρες της Εκκλησίας και τα βιβλία μας. Είναι ένας κόπος, μία θυσία ενώπιον του Χριστού. Οι κοσμικοί άνθρωποι σηκώνονται το μεσονύκτιο για τα παιδιά τους, για τον άνδρα τους, για άλλες υποθέσεις. Η δική μας η κούρασις την νύκτα είναι οι μετάνοιες.

Κυρίως όμως με τον όρο «μετάνοιες», εννοούμε διεγέρσεις της ψυχής μας για να μετανοήση, διότι το πιο ισχυρό γεγονός της ζωής μας είναι η παχυλότητα της σαρκἰνης και της δήθεν πνευματικής καρδιάς μας, που δεν θέλει ποτέ να αναγνωρίση ότι είναι αμαρτωλή. Εάν λέμε ότι είμαστε αμαρτωλοί, το λέμε με τα χείλη, αλλά δεν το παραδεχόμαστε και δεν το καταλαβαίνομε. Μπορεί να πούμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» ή «ήμαρτον ενώπιόν σου», εάν όμως μας ρωτήσουν τί αμαρτίες κάναμε, θα πούμε, δεν έκλεψα, δεν σκότωσα, ό,τι λένε οι κοσμικοί άνθρωποι. Τουλάχιστον αυτοί δικαιολογούνται, διότι δεν καταλαβαίνουν. Εμείς δικαιολογούμεθα να μην καταλαβαίνωμε; Όταν λοιπόν λέμε μετάνοιες, εννοούμε τέτοιες προσπάθειες, να ξεσηκώνωμε την καρδιά και τον νου μας, για να καταλάβουν την αμαρτωλότητά τους και να έχουν όχι μία, αλλά αλλεπάλληλες μετάνοιες.

Για να βοηθήσωμε την καρδιά και τον νου μας να μετανοήσουν, προσπαθούμε να δημιουργήσωμε μία ατμόσφαιρα σοβαρή, αξιοπρεπή, κατανυκτική. Την ώρα εκείνη, και μάλιστα τις ευγενέστερες και ωραιότερες στιγμές, αν θυμηθής κάτι, μην το γράψης. άφησέ το. Όταν ο κανόνας σου είναι πέντε ώρες, είναι φυσικό, κάτι που θα σου πη ο Θεός, να θέλησης να το γράψης για να το παρουσίασης στον Γέροντα σου· παρ’ όλα αυτά, μην το κάνης τις στιγμές που η καρδιά πια αρχίζει να ανεβαίνη στον Θεόν. Τότε δεν θέλομε κανέναν, ούτε και τον Γέροντα· έχομε τον Κύριόν μας και τον Θεόν μας.

Πώς όμως πετυχαίνω την συντριβή; όχι τεχνικά, αλλά με την φυσική μου στάσι και τοποθέτησι ενώπιον του Θεού. Έστω, και αν δεν το νοιώθω, το ξέρω ότι είμαι αμαρτωλός. Παρουσιάζω λοιπόν τον εαυτό μου σαν αμαρτωλά ενώπιον του Θεού, για να μπορέσω κάποτε να το καταλάβω και να οδηγηθώ στην αληθινή μετάνοια. Αυτή είναι δώρο του ιδίου του Θεού, αποτέλεσμα των πολλών μου εξομολογήσεων και μετανοιών, των πολλών μου κόπων και συντριβών.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποκαλούσαν τον εαυτό τους μοιχό, τάλα, πόρνο, κλέφτη, ληστή, ενώ ούτε στο όνειρό τους δεν είχε συμβή κάτι τέτοιο. Εν τούτοις, απέδιδαν στον εαυτό τους όλα αυτά τα αμαρτήματα, είτε σαν μία προσπάθεια να προσφέρουν το είναι τους στον Θεόν, είτε σαν μία προσπάθεια να πετύχουν το έλεος του Θεού, ή να συντριβή επί τέλους αυτή η μαλθακή και σκληρή καρδιά και να καταλάβη ότι είναι αμαρτωλή. Εμείς δεν καταλαβαίνομε την αμαρτία μας. Ενώ είμαστε γεμάτοι από αμαρτίες, δεν καταφέρνομε να έχωμε την αμαρτία μας διαρκώς ενώπιον των οφθαλμών μας, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «Η αμαρτία ενώπιόν μού έστι διά παντός». Εμείς έχομε το ιδανικό μας, την ιδεολογία μας, τις απαιτήσεις μας από τον Θεόν, τα όνειρο να φθάσωμε ψηλά, να επιτύχωμε πολλά. Γι’ αυτό δεν υψωνόμαστε ούτε ένα δακτυλάκι πάνω από την γη.

Πολλοί Πατέρες, για να πετύχουν την συντριβή, κτυπούσαν τα στήθη τους όπως ο τελώνης, λέγοντας «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»· άλλοι διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους. Εμείς βέβαια δεν θα κάνωμε τέτοια πράγματα, θα στεκώμαστε όμως με αξιοπρέπεια. Δεν θα καθίσω, λόγου χάριν, επάνω στο κρεββάτι μου για να διαβάσω, ή δεν θα ξαπλώσω για να προσευ¬χηθώ. Άλλο όταν προσεύχωμαι νοερά με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» επί ώρες. Τότε θα το πω και καθιστός και όρθιος και ξαπλωμένος, μπρούμυτα και ανάσκελα. Αυτή η προσευχή είναι ολονύκτια αγωνία για τον Χριστόν. είναι μία πάλη. Επειδή φέρω την αδυναμία της σαρκός, τότε θα τα χρησιμοποιήσω όλα, για να μπορέσω να νικήσω.

Στέκομαι λοιπόν ενώπιον του Θεού επιδιώκοντας την συντριβή της καρδίας, το σπάσιμο του πάγου, με τις εξομολογήσεις ενώπιον του Θεού, και προσπαθώντας να κατανοήσω ότι εδώ είμαστε εγώ, ο τιποτένιος, και ο Κύριός μου.

Κύριε, του λέγω, είσαι αόρατος, αλλά είσαι αληθινός. Είμαι ένα σκουπίδι της γης, και συ είσαι ο μεγάλος Θεός, «ο επί θρόνου χερουβικού εποχούμενος, ο των σεραφίμ Κύριος και βασιλεύς του Ισραήλ». Συ είσαι ο πλάστης μου. Είσαι αυτός που με ξέρεις μέχρι της τελευταίας λεπτομερείας ξέρεις και το πνεύμα μου και την ψυχή μου και την σάρκα μου. Δεσπόζεις της οικουμένης. Είσαι αυτός δίχα του οποίου τίποτε δεν γίνεται και έκτος του οποίου δεν υπάρχει τίποτε και εν τω οποίω υπάρχουν τα πάντα. Είσαι ο μεγάλος Θεός, ο πλήρης δόξης, ο πλήρης άγιότητος, ο πλήρης τελειότητος, και εγώ είμαι ο μηδαμινός.

Θα σκύψω, θα κλάψω, θα γονατίσω, θα προσκυνήσω, θα ξαναπροσκυνήσω, θα ξανακλάψω, μέχρις ότου συντριβή η ψυχή μου. Αν μπορώ να το κάνω αυτό σε έναν ναό, είναι προτιμότερο. Αν δεν μπορώ, ας το κάνω μέσα στο κελλί μου. Ο καθημερινός μου στίβος είναι το κελλί μου. Αν έχω κελλί που είναι ναός του Θεού, κερδίζω. Αν δεν έχω, ας βρω κάτι άλλο.

Θα επιδιώξω όμως την συντριβή της καρδίας και τις μετάνοιες όχι σαν ένα μέσο μαγικό, αλλά σαν κάτι που μου χρειάζεται. Η συντριβή δεν χρειάζεται στον Θεόν. Δεν έχει ανάγκη ο Θεός ούτε από τις αρετές μου ούτε από τις κακίες μου ούτε και από την συντριβή της καρδίας μου. Εγώ έχω ανάγκη αυτής της συντριβής, για να μπορώ να παρίσταμαι ενώπιόν του. Μόνον να μη συγχέωμε την πραγμάτωσι των επιθυμιών μας με την συντριβή, διότι, όταν έχωμε μια λαχτάρα και πραγματοποιήται, όταν έχωμε κάποιο όνειρο και νομίζωμε ότι το πλησιάζομε, όταν φαντασθούμε ότι ο Θεός αρχίζει να μας πλησιάζη. τότε εμείς χαιρόμαστε ή και κλαίμε και συντριβόμαστε. Επίσης, όταν σκεφθούμε την αμαρτία μας, μπορεί να κλάψωμε, αλλά δεν σημαίνει ότι κλάψαμε για τον Θεόν. Κλάψαμε γιατί θυμηθήκαμε την αμαρτία μας. Δεν είναι αυτό το θεϊκό κλάμα, το κλάμα της ταπεινοφροσύνης και της συντριβής· είναι το κ/άμα το χοϊκό, το ανθρώπινο, το ψυχικό. Έκλαψα, γιατί εγώ έκανα το τάδε κακό. Αυτό είναι θυμίαμα στο εγώ μου. Χρειάζεται προσοχή να μην μπερδεύεται ο πόθος μας, η ελπίδα μας και η απελπισία μας με την παρουσία του Θεού. Το πραγματικά δάκρυ είναι ξένο προς ό,τι αφορά τον εαυτό μας.

Μετά την συντριβή της καρδίας και της μετανοίας έρχεται η καθαρότης του βίου διά της οποίας βλέπομε τον Θεόν. Εμείς οι άνθρωποι θέλομε να δούμε τον Θεόν, αλλά πώς θα τον δούμε;

Ο κάθε άνθρωπος έχει πάρει το δικό του δώρημα από τον Θεόν, για να τον δη. Στον κάθε άνθρωπο ο Θεός έχει ξεδιαλύνει το πως θα τον δη. Το βέβαιο είναι ότι ο Θεός οράται με μύριους τρόπους, αυτό όμως εξαρτάται από την δική μας καθαρότητα. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», λέγει ο Κύριος.

Με τον όρο «καθαρότητα» εννοούμε την καθαρότητα από την αμαρτία, αλλά προπάντων την καθαρότητα του νου. Ιδιαίτερα στο στάδιο αυτό δεν πρέπει να επιτρεπωμε στον νου μας να ασχοληθή με κάτι άλλο, έκτος από την προσευχή. Την ώρα που αγρυπνείς, είναι δυνατόν να σου μπη μία ωραιότατη σκέψι. Διώξε την. Μπορεί να σου έρθη μία ανάμνησις της αγάπης του Θεού, ο οποίος σταυρώθηκε για σένα. Μακριά τώρα και ο σταυρός του Χριστού. Δεν σου χρειάζεται τίποτε. Το μόνο που σου χρειάζεται είναι η καθαρότης, δηλαδή το άδειασμα του νου από το κάθε τι, καλό ή κακό. Μπορεί να σου γεννηθή η επιθυ¬μία να πης: Θεέ μου. ας είμαι για σένα νεκρός, άδειος. Τίποτε από όλα αυτά. Την ώρα εκείνη ο νους πρέπει να μείνη αχρωμάτιστος, κενός, να απαλλαγή από το κάθε τι, για να μπορής να τον γέμισης με την ευχή του Ιησού ή με άλλες μικρές προσευχές των αγίων. Αν δεν μπορούμε διαρκώς να κάνωμε την νοερά προσευχή, είναι δυνατόν να γεμίζουμε την ώρα μας με πολλές προσευχές. Οπωσδήποτε όμως η νοερά προσευχή είναι η πιο θετική, η πιο σύντομη, η πιο αποφασιστική, η πιο καρποφόρος και η πιο αρεστή εις τον Χριστόν.

Η καθαρότης του νου είναι βασική προϋπόθεσις, για να επιτύχωμε εν συνεχεία την καθαρότητα του βάθους της ψυχής μας από τα πάθη. Η καθαρότης του νου προσελκύει μέσα μας τον Θεόν, και τότε ο Θεός μπορεί να καθαρίση την καρδιά μας από τα πάθη τα οποία έχομε είτε από τον Αδάμ και την Εύα, είτε εκ κληρονομικότητος, είτε από τις δικές μας απροσεξίες. Εμείς δεν μπορούμε να κάνωμε κάτι, για να είμαστε «καθαροί τη καρδία». Μπορούμε όμως να έχωμε καθαρότητα νου.

Επιδιώκομαι λοιπόν το άδειασμα του νου και το γέμισμά του με τις λέξεις που λέμε στον Θεόν. Ο νους μας πηγαίνει μόνον στο γράμμα και στο νόημα των λέξεων. Ούτε τον ίδιον τον Θεόν δεν θα ζητάμε, διότι ζητώντας τον ζητάμε τον εαυτό μας και χάνομε τον Θεόν. Ο Θεός ευρίσκεται σε εκείνους που δεν τον ζητούν, σε εκείνους που δεν ερωτούν γι’ αυτόν.

Επίσης, στην προσευχή μας θα ζητάμε από τον Θεόν την ευφροσύνη της καρδίας μας, θα την ζητάμε δε ως μαρτυρία της παρουσίας και της αγάπης του. Αυτή δικαιούμεθα να την ζητάμε. Αγνοώντας τον Θεόν και ζώντας χωρίς αυτόν, η ζωή μας είναι τόσο βαρειά και σκληρή, ώστε θέλομε κάτι που να μας κάνη πιο ελαφριά την ζωή μας και πιο αερίσια την προσευχή μας, για να μπορή να ανεβαίνη άνετα. Αυτό μπορούμε να το επιτύχωμε με την ευφροσύνη. Η ευφροσύνη είναι μία πανήγυρις της καρδιάς, μία εκδρομή, μία ξεκούρασις και απόλαυσις του νου, ένα βίωμα της ψυχής, κάτι που μένει στην ζωή μας. Η ευφροσύνη, μας κάνει να αρχίζωμε με πολύ θάρρος και διάθεσι και χαρά την αγρυπνία μας, να την επιθυμούμε, να την αυξάνωμε.

Αλλά, εάν υποθέσωμε ότι η αγρυπνία μας είναι σκληρή σαν τον θάνατο, μαύρη σαν την σκοτεινιά της νύκτας, βαρειά σαν το πιο βαρύ σύννεφο που μπορεί να πέση επάνω μας, τότε τί θα κάνωμε; Τότε ας κλαύσωμε, ας μοχθησωμε, ας παρακαλέσωμε, ας απειλήσωμε τον Θεόν, για να μας δώση την ευφροσύνη. Δεν θα σταματήσωμε την αγρυπνία μας· θα την κάνωμε σαν μία προσφορά της καρδιάς μας, σαν μία αγωνιστικότητα, σαν μία θυσία. Όπως η χήρα έβαλε στο γαζοφυλάκιο το μοναδικό δίλεπτο πού είχε, όπως οι Ιουδαίοι προσέφεραν τα πρωτότοκά τους ή τον εαυτό τους στον Θεόν, έτσι και εμείς θα προσ¬φέρωμε την νύκτα μας, το ωραιότερο μέρος της ζωής μας. Παράλληλα όμως, θα παρακαλάμε τον Θεόν να μας χαρίζη ευφροσύνη.

Μη νομίζετε πως είναι δύσκολο. Ο Θεός αμέσως απαντάει. Εάν, όταν παρακαλάς έναν άνθρωπο, αυτός συγκινήται και σε αγκαλιάζη, σε φιλά και σου φέρνη δώρα, πόσο μάλλον ο Θεός. Αλλά και εάν δεν μας απάντηση, εμείς θα συνεχίσωμε να ζητάμε την ευφροσύνη. Δεν θα ζητάμε να δούμε τον Χριστόν, να μας μιλήσουν οι άγγελοι, να νοιώσωμε το Άγιον Πνεύμα, να έλθη ο άγιος Νικόλαος να μας λύση το πρόβλημα· δεν θα πειράζωμε τον Θεόν, θα ζητάμε όμως την ευφροσύνη μας. Τα άλλα είθε να μας τα δώση, όποτε Εκείνος νομίζει ότι θα μας είναι χρήσιμα στην ζωή μας. Η ευφροσύνη έχει μεγαλύτερη αξία και από χίλιες θεοφάνειες, διότι είναι η ατμόσφαιρα της συναντήσεώς μας με τον ερχόμενον Χριστόν, είναι το έρεισμα, η κρηπίς, επάνω στην οποία θα προστεθή όλη μας η αγρυπνία. Αν δεν έχωμε ευφροσύνη, σπάνε τα νεύρα μας, δημιουργούνται καχεξίες, πόνοι, παραλυσίες, μουδιάζουν τα πόδια μας, ζουζουνίζουν τα αυτιά μας, πονάει η καρδιά μας.

Στην αγρυπνία μας χρειαζόμαστε και κάτι ακόμη, το φλέγον πυρ. Και αυτό δεν μπορούμε να το αποκτήσωμε μόνοι μας, μόνον ο Θεός μπορεί να μας το δώση. Ο Θεός είναι «ο ποιών τους λειτουργούς αυτού πυρ φλέγον». Το πυρ είναι η φωτιά που ανάβει μέσα μας, η όρεξις να αγρυπνούμε, η αναβίβασις του εαυτού μας, το πτέρωμά μας, το οποιο μας κάνει όχι μόνον να αντέχωμε στην αγρυπνία μας, αλλά και να μη θέλωμε να σταματήσωμε. Μπορεί να περάσουν δύο, τρεις, επτά, δεκαπέντε ώρες, και να νομίζωμε ότι δεν πέρασαν παρά μόνον πέντε λεπτά. Έρχεται η ώρα να τελειώσωμε, γιατί οι υποχρεώσεις μας καλούν, και πονάει η καρδιά μας να διακόψωμε την αγρυπνία μας.

Όταν όμως ο Θεός μας κάνη μια φωτιά την ώρα της αγρυπνίας μας, σιγά-σιγά γίνεται φωτιά και όλη η ζωή μας. Όπως τα δάκτυλα των αγίων γίνονταν σαν αναμμένες λαμπάδες και το φως τους ανέβαινε προς τα πάνω, έτσι μπορεί να γίνη και η δική μας ύπαρξις. Χωρίς φωτιά, ο δορυφόρος δεν ανεβαίνει στην σελήνη· πώς θα ανέβω εγώ στον ουρανό;

Ας παρακαλούμε λοιπόν τον Θεόν να κάνη πυρφόρα την προσευχή μας, τα ανεβάσματά μας, την αγρυπνία μας, τις κραυγές της καρδιάς μας, τις γονυκλισίες μας, τους κόπους μας, την χαμαικοιτία μας, τα πάντα. Όταν η ζωή μας δεν είναι κάτι τέτοιο, τότε κοιμόμαστε ύπνο βαθύτατο ακόμη και μέσα στην αγρυπνία μας. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ας κοιμώμαστε αγρυπνούντες, παρά στο κρεββάτι μας. Προτιμότερο να κοιμάμαι όρθιος ενώπιον του Κυρίου και να βλέπη την αγωνία μου και τον αγώνα μου, παρά να πηγαίνω να κοιμηθώ.

Με την συντριβή της καρδίας, με τις μετάνοιες, με την καθαρότητα του νου διά της οποίας βλέπομε τον Θεόν, με την ευφροσύνη και το φλέγον πυρ, το οποίο είναι αναγκαίο για να μεθιστάμεθα στην άλλη ζωή, η αγρυπνία μας, η προσευχή μας, το κελλί μας, η ψυχή μας γίνεται εύφορος τόπος, όπου μπορεί κανείς να βρη τον Θεόν, να τον αγκαλιάση, και ο γεωργός, ο Θεός, μπορεί να γεωργή την ύπαρξί μας.

Ο προφήτης Ησαΐας μακαρίζει τους ανθρώπους οι οποίοι σπείρουν «επί παν ύδωρ», σε χωράφια ποτιστικά, «ου βους και όνος πατεί», όπου μπορούν να πατούν ελεύθερα ο βους και ο όνος και να τα καλλιεργούν. Το λέγει αυτό. διότι στην Παλαιστίνη υπήρχε πολλή ξηρασία. Επειδή συνήθως έπεφταν κατακλυσμιαίες βροχές, η ξηρασία συνεχιζόταν. Γι’ αυτό η Παλαιά Διαθήκη μιλάει συνεχώς για δίψα και βροχή, γι’ αυτό και οι Ιουδαίοι φαντάζονταν τον Θεόν μέσα στον κατακλυσμό.

Επίσης, με την βροχή το έδαφος γινόταν πολύ εύφορο, και η βλάστησις ήταν άφθονη. Τότε μπορούσαν να αφήνουν τα ζώα τους να βόσκουν ελεύθερα.

Και εμείς μπορούμε να κάνωμε την αγρυπνία μας, το κελλί μας, το μοναστήρι μας, την λειτουργία μας, όλη την ζωή μας, εύφορο χώμα. Χρειάζεται όμως να ζούμε όπως είπαμε προηγουμένως. Διαφορετικά, θα είμαστε ξηρή γη και δεν θα μπορούν να την καλλιεργούν ο όνος και ο βους, οπότε δεν θα έχωμε καρπούς. Μπορεί να κουραζώμαστε μια ολόκληρη ζωή και να μην κάνωμε τίποτε. Μπορεί όμως μία φορά να σπείρωμε και να θερίσωμε δυό και τρεις και είκοσι φορές. Γιατί να μην το προτιμήσωμε; Είναι τόσο εύκολο να το πετύχωμε, αρκεί να κατανοήσωμε τον μακαρισμό αυτό. Ο Θεός μάς έφερε στο μοναστήρι, για να μπορή να έρχεται και να σπέρνη στα σπλάγχνα μας και να βγάζη όλους αυτούς τους θησαυρούς· να βάζη τους αγγέλους και τους αγίους του να αντλούν από μέσα μας όλα τα δώρα και τα καρπώματα που μας έχει δώσει. Δεν μας έφερε για κάποιο πενιχρό αποτέλεσμα.

Προχωρώντας ο Προφήτης λέγει: Με δοξολογούν τα θηρία του δρυμού, τα αγρίμια του λόγγου, τα τέρατα της γης, διότι γέμισα όλη την έρημο με ύδατα και την άνυδρο γη με ποταμούς. Δηλαδή ο Θεός μπορεί να αλλοιώση το παν.

Και εμείς ζούμε την ερημιά μας, το άνυδρό μας, την φτώχεια μας, την απουσία του Θεού, αλλά ο Θεός μπορεί να μας γέμιση με ύδατα, ακόμη και με ποτάμια, και τότε η σχέσις μας με τον Γέροντα θα είναι αληθινή, μυστηριακή, μυστική.

Τί θα κάνωμε; Θα σταθούμε στην φτώχεια μας; Τα αγρίμια νοιώθουν το γέμισμα της ανύδρου γης με ποτάμια. Οι δικές μας ψυχές θα ζουν μέσα στην ανυδρότητά τους; Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. Μπορούμε να πληρωθούμε από την δοξολόγησι του Θεού, τουλάχιστον από όμοια με αυτή των αγριμιών. Τότε μπορεί να γίνη λόγος περί πνευματικής ζωής. Τότε μπορεί να υπάρχη ελπίς για την επιβίωσι και της ψυχής και της οικογενείας. Τότε δεν θα μας νοιάζουν τα χρόνια της ζωής μας, αλλά ο καρπός τον οποίο θα μαζέψωμε. Ας ευχώμεθα μία τέτοια ζωή για τον εαυτό μας.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου.

«Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες»,

εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 458-472)

http://agioritikesmnimes.blogspot.com/2012/05/1202.html

Tuesday, May 08, 2012

Δίψα γιά τό Θεό_3ο. (Ἁγ. Σιλουανοῦ)_mp3

Monday, May 07, 2012

Ἁγίου Νικοδήμου, Πῶς πρέπει νά φυλᾶμε τό νοῦ μας ἀπό τήν πολυπραγμοσύνη καί τήν περιέργεια

Καθώς είναι ανάγκη να φυλάμε το νου μας από την αγνωσία, έτσι παρομοίως είναι ανάγκη να τον φυλάμε ακόμη και από την πολυπραγμοσύνη, την αντίθετη της αγνωσίας. Γιατί, αφού τον γεμίσουμε από πολλούς λογισμούς μάταιους και άτακτους και βλαπτικούς, τον κάνουμε αδύνατο και δεν μπορεί να καταλάβει εκείνο που ταιριάζει στην αληθινή απονέκρωσή μας και τελειότητα. Γι’ αυτό, πρέπει να είσαι σαν πεθαμένος εντελώς, σε κάθε έρευνα των επιγείων πραγμάτων, τα οποία, αν και μπορεί να επιτρέπονται, δεν είναι όμως και αναγκαία. Και μαζεύοντας πάντα το νου σου, όσο μπορείς μέσα στον εαυτό σου, κάνε τον αμαθή από τα πράγματα όλου του κόσμου τα πράγματα.


Τα μηνύματα, οι καινούργιες ειδήσεις και όλες οι μεταβολές και οι αλλοιώσεις, μικρές και μεγάλες του κόσμου και των κρατών, ας είναι για σένα τέτοιου είδους, σαν να μην υπάρχουν καθόλου. Αλλά και αν σου προσφέρονται από τους άλλους, εναντιώσου σε αυτά, απομάκρυνέ τα από την καρδιά και τη φαντασία σου. Ας είσαι δε προσεκτικός εραστής στο να καταλάβεις τα πνευματικά και τα ουράνια, μη θέλοντας να γνωρίζεις άλλο μάθημα στον κόσμο, παρά τον Εσταυρωμένο και τη ζωή Του και τον θάνατο και το τι ζητάει Αυτός από σένα· και βέβαια θα ευχαριστήσεις πολύ τον Θεόν, ο οποίος έχει για εκλεκτούς και αγαπημένους Του εκείνους που Τον αγαπούν και φροντίζουν να κάνουν το θέλημά Του.



Επειδή, κάθε άλλο ζήτημα και έρευνα, είναι εγωισμός και υπερηφάνεια, δεσμά και παγίδες του διαβόλου, ο οποίος σαν πανούργος, βλέποντας ότι η θέληση εκείνων που προσέχουν στην πνευματική ζωή είναι δυνατή και ισχυρή, γυρεύει να νικήσει το νου τους με τέτοιες περιέργειες, για να κυριεύσει με αυτόν τον τρόπο και το ένα και το άλλο. Οπότε, συνηθίζει πολλές φορές να τους δίνει σκέψεις δήθεν υψηλές, λεπτές και περίεργες και μάλιστα στους εύστροφους στο νου και σε εκείνους που είναι εύκολοι να υψηλοφρονήσουν.



Γιατί αυτοί αιχμαλωτισμένοι από την ηδονή και τη συνομιλία εκείνων των υψηλών σκέψεων, στις οποίες νομίζουν ψεύτικα ότι απολαμβάνουν τον Θεό, ξεχνούν να καθαρίσουν την καρδιά τους και να προσέχουν στην ταπεινή γνώση του εαυτού τους και στην αληθινή απονέκρωση· και έτσι αφού δεθούν με το δεσμό της υπερηφάνειας, γίνονται είδωλο του ίδιου του νου τους· και στη συνέχεια, λίγο-λίγο, χωρίς να το καταλάβουν, φθάνουν να λογαριάσουν, ότι δεν έχουν ανάγκη πλέον από την συμβουλή και τη νουθεσία των άλλων, επειδή συνήθισαν να προστρέχουν σε κάθε τους ανάγκη στο είδωλο της δικής τους κρίσεως· πράγμα, που είναι πολύ επικίνδυνο και δύσκολο να γιατρευθεί· διότι η υπερηφάνεια του νου είναι πλέον περισσότερο επικίνδυνη από εκείνη της θελήσεως.



Επειδή, η μεν υπερηφάνεια της θελήσεως, όντας φανερή στο νου, εύκολα θα μπορεί καμιά φορά να γιατρευθεί, υποτασσόμενη σ’ εκείνο που πρέπει. Ο νους όμως όταν έχει σταθερή γνώμη ότι η κρίση του είναι καλύτερη από των άλλων, από ποιόν θα μπορεί να γιατρευθεί και πώς να υποταχτεί στην κρίση των άλλων, εκείνος που δεν την έχει τόσο καλή σαν τη δική του; Αν ο οφθαλμός της ψυχής, ο οποίος είναι ο νους, με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει και να καθαρίσει την υπερηφάνεια της θελήσεως, είναι ο ίδιος ασθενής, τυφλός και γεμάτος από υπερηφάνεια, ποιός έπειτα μπορεί να τον γιατρέψει; Και αν το φως είναι σκοτάδι και ο κανόνας είναι λάθος, πώς θέλει να φωτίσει ή να διορθώσει τα άλλα; Γι’ αυτό πρέπει να αντισταθείς το γρηγορότερο σε αυτή την επικίνδυνη υπερηφάνεια του μυαλού, προτού να διαπεράσει μέσα στο νου των κοκάλων σου και αντιστεκόμενος, βάλε χαλινάρι στην οξύτητα του νου σου και υπόβαλε τη δική σου γνώμη στη γνώμη των άλλων και γίνε ανόητος για την αγάπη του Θεού και θα είσαι σοφότερος από τον Σολομώντα· «Όποιος νομίζει ότι είναι σοφός με τα μέτρα αυτού εδώ του αιώνα, ας γίνει μωρός, για να γίνει πραγματικά σοφός» (Α΄ Κορινθ. 3,10).



(Αγίου Νικοδήμου, «Αόρατος πόλεμος». Εκδ. Συνοδίας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ν. Σκήτη – Αγ.Όρος )



http://agiosvasileiospeiraiws.blogspot.com/2012/04/blog-post_24.html

Friday, May 04, 2012

Η συνέντευξη εκπροσώπων της "ΚΟΙΝΩΝΙΑ" στην ΕΤ1

Thursday, May 03, 2012

Τί εἶναι ἡ ἡσυχία;

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΗΣΥΧΙΑ


Ιερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης


Ἄς δοῦμε τί εἶναι ἡ ἡσυχία.



«Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕναν γέροντα, λέγοντάς του:



■Τί εἶναι ἡσυχία, καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ὠφέλειά της;

Ὁ γέροντας τοῦ ἀπάντησε:



■Ἡσυχία εἶναι νὰ κάθεσαι στὸ κελί σου μετὰ γνώσεως καὶ φόβου Θεοῦ, ἀπεχόμενος ἀπό κάθε κακία καὶ ὑψηλοφροσύνη. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἡσυχία γεννάει ὅλες τὶς ἀρετές, καὶ φυλάει τὸν μοναχὸ ἀπὸ τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ, μὴ ἀφήνοντας αὐτὸν νὰ πληγωθεῖ ἀπὸ αὐτά.

Ὦ ἡσυχία, προκοπὴ μοναζόντων· ὦ ἡσυχία, κλίμακα οὐράνιος, ὁδὸς βασιλείας οὐρανῶν, μητέρα τῆς κατάνυξης, πρόξενος τῆς μετανοίας, καθρέπτης ὅπου βλέπουμε τὶς ἁμαρτίες μας, ἐσὺ ποὺ δείχνεις στὸν ἄνθρωπο τὰ πλημμελήματά του, ποὺ δὲν ἐμποδίζεις τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμούς, ποὺ λαμπρύνεις τὴν ψυχὴ καὶ φέρνεις σὲ εἰρηνικὴ κατάσταση τὸν ἄνθρωπο!

Ὦ ἡσυχία, σὺ ποὺ γεννᾶς τὴν πραότητα, μένεις μαζὶ μὲ τὴν ταπείνωση, συνομιλεῖς μὲ τοὺς Ἀγγέλους, φωτίζεις τὴν διάνοια, καὶ εἶσαι συζευγμένη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ!



Ὦ ἡσυχία, εἶσαι ἀνιχνευτής τῶν λογισμῶν καὶ λύχνος τῆς διακρίσεως, γεννᾶς ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ ἑδραιώνεις τὴν νηστεία, ἀντίθετα δὲ ἐμποδίζεις τὴν γαστριμαργία καὶ βάζεις χαλινάρι στὴν γλώσσα!



Ὦ ἡσυχία, σχολὴ προσευχῆς καὶ ἀναγνώσεως, γαλήνη λογισμῶν καὶ εὔδιο λιμάνι!



Ὦ ἡσυχία, νεωτέρων ὅπλο, ποὺ δὲν ἀλλάζουν τὸ φρόνημά τους καὶ θέλουν νὰ κάθονται στὰ κελιά τους καὶ νὰ σὲ διαφυλάττουν ἀτάραχα!



Ὦ ἡσυχία, ἀμεριμνία ψυχῆς, ζυγὸς χρηστὸς καὶ φορτίο ἐλαφρύ, ποὺ ἀναπαύεις καὶ βαστάζεις τὸν βαστάζοντά σε!



Ὦ ἡσυχία, εὐφροσύνη ψυχῆς καὶ καρδίας, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὴ νὰ μεριμνᾶ μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό της, νὰ μιλᾶ στὸν Χριστὸ καὶ διηνεκῶς νὰ ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια της τὸν θάνατο!



Ὦ ἡσυχία, ὀφθαλμῶν καὶ ἀκοῆς καὶ γλώσσας χαλινάρι!



Ὦ ἡσυχία, ὅπου κάθε μέρα καὶ νύχτα περιμένεις τὸν Χριστὸν καὶ διατηρεῖς τὴν λαμπάδα ἄσβεστη καὶ συνεχῶς ψάλλεις: ἑτοίμη ἡ καρδία μου ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου!



Ὦ ἡσυχία, μητέρα τῆς εὐλάβειας, δεσμωτήριο παθῶν, χωρίον Χριστοῦ, ποὺ καρποφορεῖς ἀγαθοὺς καρπούς. Ναὶ ἀδελφέ, αὐτὴν νὰ ἀποκτήσῃς, μνημονεύοντας τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου, γιατί δὲν γνωρίζεις ποία ὥρα ἔρχεται ὁ κλέπτης. Λοιπόν, ἐντρύφησε στὴν ψυχή σου!»1



Ἡ ἡσυχία εἶναι θεόσδοτος μέθοδος-τρόπος ζωῆς πού ὁδηγεῖ στήν ἀναμαρτησία. «Ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος ὅταν ζοῦσε ἀκόμα μέσα στὸ παλάτι, προσευχόταν στὸν Θεὸ λέγοντας: “Κύριε, ὁδήγησέ με πῶς νὰ σωθῶ”. Καὶ τότε μία φωνὴ τοῦ εἶπε: “Ἀρσένιε, φύγε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ σωθῇς”.



Ὅταν δὲ ἀναχώρησε γιὰ νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν μοναχικὸ βίο, προσευχήθηκε πάλι τὸ ἴδιο. Καὶ τότε μία φωνὴ πάλι, τοῦ εἶπε: “Φεῦγε, σιώπα, ἡσύχαζε”. Αὐτὲς εἶναι οἱ ρίζες τῆς ἀναμαρτησίας»2.



Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ στήν ἡσυχία ἀπαλλάσσεται ἀπό πολλές ἀφορμές γιά ἁμαρτία. Δίδασκε ὁ Μέγας Ἀντώνιος: «Αὐτὸς ὁ ὁποῖος κάθεται στὴν ἔρημο καὶ ἡσυχάζει, τριῶν πολέμων ἀπαλλάσσεται, τῆς ἀκοῆς, τῆς λαλιᾶς καὶ τοῦ βλέπειν· μόνον δὲ ἔχει, αὐτὸν τῆς ἀκηδίας»3.



Ἐκεῖνο πού κατεξοχήν ταράζει τήν ἀνθρωπότητα εἶναι τά πολλά θελήματα τῶν ἀνθρώπων, τά ὁποῖα τούς ὁδηγοῦν σέ ποικίλες ἄχρηστες-μάταιες δραστηριότητες καί πολλαπλές συγκρούσεις πού ἀφαιροῦν τήν εἰρήνη ἀπό τήν καρδιά τους. Ἡ ἐγκόλπωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἕνα καί μοναδικό4 ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή εἰρήνη ἀγγέλους καί ἀνθρώπους.



Ὁ ἀνθρώπος πού ζεῖ ἡσυχαστικά ἐπιλέγει καί ἐγκολπώνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀδιαφορώντας γιά τά ποικίλα ἀνθρώπινα θελήματα. Ὁμοιάζει ἔτσι μέ τούς Ἁγίους Ἀγγέλους οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ἔχουν καί ζοῦν σύμφωνα μέ τό ἕνα καί μοναδικό Θεῖο θέλημα. «Εἶπε ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος στὸν Ἀββᾶ Ἀρσένιο: “Γιατί φεύγεις ἀπὸ ἐμᾶς;” Καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε: “Ὁ Θεὸς γνωρίζει ὅτι σᾶς ἀγαπῶ, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι καὶ μαζὶ μὲ τὸν Θεό, καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ Ἄγγελοι ἂν καὶ χιλιάδες καὶ μυριάδες, ἕνα θέλημα ἔχουν· οἱ δὲ ἄνθρωποι πολλά. Δὲν μπορῶ νὰ ἀφήσω τὸν Θεὸ γιὰ νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους”»5.



Ὅποιος θέλει νά ἀρέσει στούς ἀνθρώπους ἱκανοποιώντας τους τά ποικίλα θελήματα-ἐπιθυμίες πέφτει στό πάθος τῆς κενοδοξίας. Αὐτό τό πάθος τόν κρατάει σέ μία διαρκή ταραχή, ἐπειδή συνεχῶς τόν ὁδηγεῖ στήν προσπάθεια νά ἀποκτήσει ἤ νά μήν χάσει τήν εὔνοια τῶν ἄλλων.



«Ὁ Ἀββᾶς Βαρσανούφιος, δίνοντας τὸν ὁρισμὸ τῆς ἡσυχίας λέγει: «Τί εἶναι ἡ ἡσυχία; Δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ συστείλει κάποιος τὴν καρδία του ἀπὸ τὸ νὰ δίνει καὶ νὰ παίρνει καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια ἀπὸ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ἐνέργειες»6. Ἡ ἡσυχία εἶναι μία προσπάθεια, νὰ μὴ περιπλέκεται ὁ ἄνθρωπος στὰ ἐκτὸς αὐτοῦ καί, κυρίως, στὸ λεπτὸ πάθος τῆς κενοδοξίας-ἀνθρωπαρέσκειας ποὺ εἶναι ἡ ὑποδούλωσή του στὴν γνώμη τοῦ κόσμου. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη «ἡσυχία εἶναι ἡ ἀπόθεση τῶν νοημάτων καί μάλιστα τῶν θειοτέρων (πνευματικότερων) πού δέν προέρχονται ὅμως ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά ἕνα χρονικό διάστημα, ἔτσι ὥστε νά μήν χάσεις τό μεγαλύτερο (δηλαδή τόν Θεό) προσέχοντας σ’ αὐτά (πού εἶναι κατώτερα)»7. Ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ ἀπόθεση ὅλων τῶν νοημάτων, ἀλλὰ γιὰ ἀπόθεση τῶν νοημάτων ποὺ δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, καὶ μάλιστα αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Κατὰ τὸν ὅσιο Θαλάσσιο, ἡσυχία εἶναι ἡ μέθοδος γιὰ τὸν ἔλεγχο (φυλακὴ)- ἀσφάλιση τῶν αἰσθήσεων. Γράφει: «Ἀσφάλισε τὶς αἰσθήσεις μὲ τὸν τρόπο (μέθοδο) τῆς ἡσυχίας καὶ δίκασε (ἐξέτασε) τοὺς λογισμοὺς πού ὑπάρχουν στὴν καρδιὰ»8.



Ἑπομένως, ἡ ἡσυχία εἶναι μία ὁλόκληρη ἐπιστήμη τῶν λογισμῶν, τῆς καρδίας καί τῶν αἰσθήσεων ποὺ βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴ παραμένῃ ἀχαλίνωτος καὶ ὑποδουλωμένος στὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν νοητῶν προκειμένου νὰ ἐπιτύχῃ τὸν στόχο του πού εἶναι ἡ θέωση, τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν»9.



Εἶναι ἡ ἡσυχία ἕνας ἀπό τούς πιό βασικούς τρόπους θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου.



Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης



http://HristosPanagia3.blogspot.com



1 Γεροντικόν – Περὶ ἡσυχίας, http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/gerontikon8_peri_hsyxias.htm

2 Ὅ.π.

3 Ὅ.π

4 Τό ἕνα καί μοναδικό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σωτηρία μας: «Ὁ Θεός θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».

5 Γεροντικόν – Περὶ ἡσυχίας, http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/gerontikon8_peri_hsyxias.htm

6 Ἡ ἡσυχία τί ἐστιν; ἀλλ ἢ τὸ συστεῖλαι τίνα τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἀπὸ δόσεως καὶ λήψεως καὶ ἀνθρωπαρεσκείας καὶ τῶν λοιπῶν ἐνεργειῶν…

7 Ἡσυχία ἐστὶν ἀπόθεσις νοημάτων τῶν οὐκ ἐκ τοῦ πνεύματος θειοτέρων, ἕως καιροῦ, ἵνα μὴ προσέχων τούτοις ὡς καλοῖς, τὸ μεῖζον ἀπολέσῃς.

8 «Ἀσφάλισαι τάς αἰσθήσεις τῷ τρόπῳ τῆς ἡσυχίας καὶ δίκασον τοὺς λογισμοὺς ἐφεστῶτας τῇ καρδίᾳ».

9 Πρβλ. Βλάχου Ἱερόθεου Μητροπολίτου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ζ΄ ἔκδοση, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας).

Wednesday, May 02, 2012

Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐλευθερία – Ὅσιου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου

Ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης


Εἶναι μεγάλο ἀγαθὸ νὰ παραδινόμαστε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τότε στὴν ψυχὴ εἶναι Μόνος ὁ Κύριος καὶ δὲν ἔρχεται καμιὰ ξένη σκέψη· ἡ ψυχὴ προσεύχεται μὲ καθαρὸ νοῦ καὶ αἰσθάνεται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἂν ὑποφέρει σωματικά.

῞Οταν ἡ ψυχὴ παραδοθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος ἀρχίζει νὰ τὴν καθοδηγεῖ, καὶ ἡ ψυχὴ διδάσκεται ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ προηγουμένως τὴν ὁδηγοῦσαν οἱ δάσκαλοι καὶ ἡ Γραφή. ᾿Αλλὰ τὸ νὰ εἶναι Δάσκαλος τῆς ψυχῆς ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος μὲ τὴ χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος εἶναι σπάνιο καὶ λίγοι γνωρίζουν αὐτὸ τὸ μυστήριο, μόνο ὅσοι ζοῦν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.῾Ο ὑπερήφανος δὲν ἀναζητεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προτιμᾶ νὰ κατευθύνει ὁ ἴδιος τὴ ζωή του. Καὶ δὲν καταλαβαίνει ὅτι χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν ἐπαρκεῖ τὸ λογικὸ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ τὸν καθοδηγεῖ. Κι ἐγώ, ὅταν ζοῦσα στὸν κόσμο, προτοῦ νὰ γνωρίσω τὸν Κύριο καὶ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, στηριζόμουν στὸ λογικό μου. ῞Οταν ὅμως γνώρισα μὲ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα τὸν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τότε παραδόθηκε ἡ ψυχή μου στὸν Θεὸ καὶ δέχομαι ὁτιδήποτε θλιβερὸ μοῦ συμβεῖ καὶ λέω· «῾Ο Κύριος μὲ βλέπει… Τί νὰ φοβηθῶ;». Προηγουμένως ὅμως δὲν μποροῦσα νὰ ζῶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.

Γιὰ ὅποιον παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ζωὴ γίνεται εὐκολότερη, γιατὶ καὶ στὶς ἀρρώστιες καὶ στὴ φτώχεια καὶ στὸ διωγμὸ σκέφτεται· «῎Ετσι εὐδόκησε ὁ Θεὸς καὶ πρέπει νὰ ὑπομείνω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου».

Νά, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια πάσχω ἀπὸ πονοκέφαλο καὶ δύσκολα τὸν ὑποφέρω, ἀλλὰ μὲ ὠφελεῖ, γιατὶ μὲ τὴν ἀσθένεια ταπεινώνεται ἡ ψυχή. ῾Η ψυχή μου ἐπιθυμεῖ διακαῶς νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἀγρυπνεῖ, ἀλλὰ ἡ ἀσθένεια μὲ ἐμποδίζει, γιατὶ τὸ ἄρρωστο σῶμα ἀπαιτεῖ ἀνάπαυση. Παρακάλεσα πολὺ τὸν Κύριο νὰ μὲ θεραπεύσει, ἀλλὰ δὲν μὲ ἄκουσε. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν πρὸς ὄφελός μου.

Νά ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη περίπτωση, ποὺ ὁ Κύριος μὲ ἄκουσε καὶ μὲ ἔσωσε. Σὲ μιὰ γιορτὴ πρόσφεραν στὴν τράπεζα ψάρι. ᾿Ενῶ λοιπὸν ἔτρωγα, ἕνα κόκκαλο μπῆκε πολὺ βαθιὰ στὸ λαιμό μου. ᾿Επικαλέστηκα τὸν ἅγιο Παντελεήμονα, παρακαλώντας νὰ μὲ θεραπεύσει, γιατὶ ὁ γιατρὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ βγάλει τὸ κόκκαλο ἀπὸ τὸ φάρυγγα. Καὶ μόλις εἶπα, «γιάτρεψέ με», δέχομαι στὴν ψυχή μου ἀπάντηση· «Βγὲς ἔξω ἀπὸ τὴν τράπεζα, κάνε μιὰ βαθιὰ εἰσπνοὴ καὶ μιὰ ἀπότομη ἐκπνοὴ καὶ τὸ κόκκαλο θὰ βγεῖ μὲ αἷμα». ῎Ετσι κι ἔκαμα καὶ βγῆκε ἕνα μεγάλο κόκκαλο μὲ αἷμα». Καὶ κατάλαβα ὅτι ἂν ὁ Κύριος δὲν μὲ θεραπεύει ἀπὸ τὸν κεφαλόπονο, σημαίνει ὅτι εἶναι ὠφέλιμο γιὰ τὴν ψυχή μου νὰ ὑποφέρω τὸν πόνο.

Τὸ πιὸ πολύτιμο πράγμα στὸν κόσμο εἶναι νὰ γνωρίζεις τὸν Θεὸ καὶ νὰ καταλαβαίνεις, ἔστω καὶ ἐν μέρει, τὸ θέλημά Του.

῾Η ψυχὴ ποὺ γνώρισε τὸν Θεὸν πρέπει νὰ παραδίδεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα καὶ νὰ ζεῖ ἐνώπιόν Του μὲ φόβο καὶ ἀγάπη. Μὲ ἀγάπη, γιατὶ ὁ Κύριος εἶναι ἀγάπη. Μὲ φόβο, γιατὶ πρέπει νὰ φοβᾶται μήπως λυπήσει τὸν Θεὸν μὲ κάποιον κακὸ λογισμό. βλ. σ. 426

«῎Ω, Κύριε, ἀξίωσέ μας μὲ τὴ δύναμη τῆς χάριτος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Σου».

῞Οταν ἡ χάρη εἶναι μαζί μας, εἴμαστε δυνατοὶ κατὰ τὸ πνεῦμα. ῞Οταν ὅμως τὴν χάσουμε, βλέπουμε τὴν ἀδυναμία μας, βλέπουμε ὅτι χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ σκεφτοῦμε τὸ καλό.

«῾Ο Θεὸς ὁ ᾿Ελεήμων, Σὺ γνωρίζεις τὴν ἀδυναμία μου. Σὲ παρακαλῶ· Δῶσε μου ταπεινὸ πνεῦμα, γιατὶ κατὰ τὴν εὐσπλαγχνία Σου δίνεις στὴν ταπεινὴ ψυχὴν νὰ ζεῖ κατὰ τὸ θέλημά Σου· ἀποκαλύπτεις σὲ αὐτὴν ὅλα τὰ μυστήριά Σου· δίνεις σὲ αὐτὴν νὰ γνωρίσει ᾿Εσένα καὶ πόσον πολὺ ᾿Εσὺ μᾶς ἀγαπᾶς».

Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ γνωρίζεις, ἂν ζεῖς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;

Νά ἡ ἔνδειξη· ῍Αν στενοχωριέσαι γιὰ κάτι, αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν παραδόθηκες τελείως στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἂν σοῦ φαίνεται ὅτι ζεῖς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

῞Οποιος ζεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς δὲν μεριμνᾶ γιὰ τίποτε. Καὶ ἂν κάτι τοῦ χρειάζεται, παραδίνει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ἀνάγκη του στὸν Θεό. Κι ἂν δὲν πάρει ὅ,τι θέλει, μένει ἤρεμος, σὰν νὰ τὸ εἶχε.

Ψυχὴ ποὺ παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν φοβᾶται τίποτε· οὔτε θύελλες οὔτε ληστὲς οὔτε τίποτε ἄλλο. ῞Ο,τι καὶ ἂν ἔλθει, λέει· «῎Ετσι εὐδοκεῖ ὁ Θεός», κι ἔτσι διατηρεῖται ἡ εἰρήνη στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.

῞Οποιος μεριμνᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ παραδοθεῖ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔτσι, ὥστε ἡ ψυχὴ του νὰ ἔχει εἰρήνη στὸν Θεό. ῾Η ταπεινὴ ὅμως ψυχὴ παραδίδεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ζεῖ ἐνώπιόν Του μὲ φόβο καὶ ἀγάπη. Μὲ φόβο, μήπως λυπήσει σὲ κάτι τὸν Θεό, μὲ ἀγάπη, γιατὶ ἡ ψυχὴ γνώρισε πόσο μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος. (βλ. σ. 425).

Τὸ καλύτερο ἔργο εἶναι νὰ παραδινόμαστε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ βαστάζουμε τὶς θλίψεις μὲ ἐλπίδα. ῾Ο Κύριος βλέποντας τὶς θλίψεις μας δὲν θὰ ἐπιτρέψει ποτὲ κάτι ποὺ νὰ ξεπερνᾶ τὶς δυνάμεις μας. ῎Αν οἱ θλίψεις μᾶς φαίνονται ὑπερβολικές, αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν ἔχουμε παραδοθεῖ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

῾Η ψυχὴ παραδόθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναπαύεται κοντά Του, γιατὶ γνωρίζει ἀπὸ τὴν πείρα καὶ τὴν ῾Αγία Γραφὴ ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ πολὺ καὶ ἐπαγρυπνεῖ στὶς ψυχές μας, ζωοποιώντας τὰ πάντα μὲ τὴ χάρη Του ἐν εἰρήνῃ καὶ ἀγάπῃ.

῞Οποιος παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν στενοχωριέται γιὰ τίποτε, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἄρρωστος καὶ φτωχὸς καὶ κατατρεγμένος. ῾Η ψυχὴ γνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος προνοεῖ σπλαγχνικὰ γιὰ μᾶς. Μαρτυρεῖ γιὰ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, τὸ ῾Οποῖο γνωρίζει ἡ ψυχή. Οἱ ὑπερήφανοι ὅμως καὶ ἀνυπότακτοι δὲν παραδίνονται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἀγαποῦν ν᾿ ἀκολουθοῦν τὸ δικό τους θέλημα, πράγμα ποὺ βλάπτει πολὺ τὴν ψυχή.

῾Ο ὅσιος Ποιμὴν ὁ Μέγας εἶπε· «Τὸ θέλημά μας εἶναι χάλκινο τεῖχος ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ στὸν Θεὸ καὶ δὲν μᾶς ἀφὴνει νὰ Τὸν πλησιάσουμε ἢ νὰ δοῦμε τὸ ἔλεός Του».

᾿Οφείλουμε πάντοτε νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριο γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ εἶναι εὐχερέστερη ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν Του· γιατὶ ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ἐκείνους, ποὺ ἀγωνίζονται νὰ ἐκπληρώσουν τὸ θέλημά Του, καὶ ἔτσι βρίσκουν τὴν μεγάλη ἀνάπαυση στὸν Θεό.

῞Οποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι εὐχαριστημένος μὲ ὅλα, ἔστω καὶ ἂν εἶναι φτωχὸς καί, ἴσως, ἀσθενὴς καὶ πάσχει, γιατὶ τὸν εὐχαριστεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. ῞Οποιος ὅμως δὲν εἶναι ἱκανοποιημένος μὲ τὴ μοίρα του καὶ γογγύζει γιὰ τὴν ἀσθένειά του ἤ ἐναντίον ἐκείνου ποὺ τὸν πρόσβαλε, αὐτὸς νὰ ξέρει πὼς κατέχεται ἀπὸ ὑπερήφανο πνεῦμα καὶ ἔχασε τὴν εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸν Θεό. ᾿Αλλ᾿ ἀκόμη καὶ σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση μὴ στενοχωριέσαι, ἀλλὰ ζήτησε μ᾿ ἐπιμονὴ ἀπὸ τὸν Κύριο πνεῦμα ταπεινό. Καὶ ὅταν ἔλθει σ᾿ ἐσένα τὸ ταπεινὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀναζητᾶς, τότε θὰ Τὸν ἀγαπήσης καὶ θὰ ἔχεις βρεῖ ἀνάπαυση, παρ᾿ ὅλες τὶς θλίψεις σου.

Ψυχὴ ποὺ ἀπέκτησε τὴν ταπείνωση θυμᾶται πάντα τὸν Θεὸ καὶ ἀναλογίζεται· «῾Ο Θεὸς μὲ δημιούργησε· ἔπαθε γιὰ μένα· συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μὲ παρηγορεῖ· μὲ τρέφει καὶ φροντίζει γιὰ μένα. Γιατί λοιπὸν νὰ μεριμνῶ ἐγὼ γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἤ τί ἔχω νὰ φοβηθῶ, ἔστω καὶ ἂν μὲ ἀπειλεῖ ὁ θάνατος».

῾Ο Κύριος χαρίζει σύνεση σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ Αὐτὸς εἶπε· «᾿Επικάλεσαί Με ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ ἐξελοῦμαί σε καὶ δοξάσεις Με» (Ψαλμ. μθ´ 15).

Κάθε ψυχὴ ποὺ ταράζεται ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἰτία πρέπει νὰ καταφεύγει στὸν Κύριο καὶ ὁ Κύριος θὰ τὴν καθοδηγήσει. Αὐτὸ ὅμως γίνεται κυρίως σὲ καιρὸ συμφορᾶς καὶ ἀπροσδόκητης συγχύσεως — κανονικὰ πρέπει νὰ ρωτᾶμε τὸν πνευματικό, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ταπεινότερο.

῾Η ψυχὴ ποὺ παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει ἀδιαλείπτως κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ ἀπολαμβάνει μεγάλη ἡσυχία. Καὶ ἀπὸ τὴ χαρὰ αὐτὴ προσεύχεται νὰ γνωρίσει κάθε ψυχὴ τὸν Κύριο, πόσο πολὺ μᾶς ἀγαπᾶ Αὐτὸς καὶ πόσο ἄφθονα μᾶς χορηγεῖ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, τὸ ῾Οποῖο εὐφραίνει τὴν ψυχὴ κοντὰ στὸν Θεό.

Καὶ τὰ πάντα, τὰ πάντα δίνουν τότε ἀγάπη στὴν καρδιά, γιατὶ ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ.

῾Ο Κύριος νουθετεῖ μὲ τὸ ἔλεός Του τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ δέχεται μ᾿ εὐγνωμοσύνη τὶς θλίψεις. Ποτὲ σὲ ὅλη μου τὴ ζωή, οὔτε μιὰ φορά, δὲν γόγγυσα γιὰ τὶς θλίψεις, ἀλλὰ τὰ δεχόμουν ὅλα σὰν φάρμακο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ πάντα Τὸν εὐχαριστοῦσα, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε νὰ ὑπομένω ἐλαφρὰ τὸν ἀγαθὸ ζυγό Του.

῞Ολοι ἐπάνω στὴ γῆ ὑπομένουν ἀναπόφευκτα θλίψεις. Καὶ παρόλο ποὺ οἱ θλίψεις ποὺ παραχωρεῖ ὁ Κύριος δὲν εἶναι μεγάλες, ὅμως φαίνονται στοὺς ἀνθρώπους ἀφόρητες καὶ συντριπτικές. Καὶ αὐτὸ γίνεται, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουν νὰ ταπεινωθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὸ θέλημά Του. ῞Οσοι ὅμως ἄφησαν τὸν ἑαυτό τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτοὺς τοὺς καθοδηγεῖ ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος μὲ τὴ χάρη Του καὶ ὑπομένουν μὲ ἀνδρεία τὰ πάντα γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν ῾Οποῖο ἀγάπησαν καὶ μὲ τὸν ῾Οποῖο θὰ δοξάζονται αἰώνια.

Εἶναι ἀδύνατο ἐπάνω στὴ γῆ νὰ ἀποφύγεις τὶς θλίψεις. ῞Οποιος ὅμως παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος εὔκολα τὶς ὑπομένει. Βλέπει τὶς θλίψεις, ἀλλὰ ἐλπίζει στὸν Κύριο καὶ αὐτὲς περνοῦν.

῞Οταν ἡ Παναγία βρισκόταν κοντὰ στὸν Σταυρό, ἡ θλίψη Της ἦταν ἀκατάληπτα μεγάλη, γιατὶ Αὐτὴ ἀγαποῦσε τὸν Υἱό της περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι μπορεῖ κανεὶς νὰ φαντασθεῖ. Κι ἐμεῖς γνωρίζουμε πὼς ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καὶ ἡ ὀδύνη. Κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ Θεοτόκος δὲν θὰ μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ ὑπομείνει τὶς θλίψεις Της· παραδόθηκε ὅμως στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα Τὴν ἐνίσχυσε νὰ ἀντέξει τὸν πόνο Της.

Μετὰ δὲ τὴν ᾿Ανάληψη τοῦ Κυρίου ἡ Παναγία ἔγινε ἡ μεγάλη παρηγοριὰ στὶς θλίψεις γιὰ ὅλο τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.

῾Ο Κύριος ἔδωσε ἐπάνω στὴ γῆ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, καὶ ὅσοι Τὸ ἔλαβαν αἰσθάνονται τὸν παράδεισο μέσα τους.

῎Ισως πεῖς· Γιατί λοιπὸν δὲν ἔχω κι ἐγὼ μιὰ τέτοια χάρη; Γιατὶ ἐσὺ δὲν παραδόθηκες στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ζεῖς κατὰ τὸ δικό σου θέλημα.

Παρατηρεῖστε ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὸ θέλημά του. Αὐτὸς δὲν ἔχει ποτὲ εἰρήνη στὴν ψυχὴ καὶ δὲν εὐχαριστιέται μὲ τίποτε· γι᾿ αὐτὸν ὅλα γίνονται ὅπως δὲν ἔπρεπε. ῞Οποιος ὅμως δόθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει τὴν καθαρὰ προσευχή, καὶ ἡ ψυχή του ἀγαπᾶ τὸν Κύριο καὶ τὰ πάντα εἶναι εὐχάριστα καὶ καλά.

῎Ετσι παραδόθηκε στὸν Θεὸ ἡ ῾Υπεραγία Παρθένος· «᾿Ιδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά Σου». ῎Αν λέγαμε κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο, «ἰδοὺ ὁ δοῦλος Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά Σου», τότε τὰ Εὐαγγελικὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ποὺ γράφτηκαν μὲ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, θὰ ζοῦσαν μέσα στὶς ψυχές μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θὰ βασίλευε σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἡ ζωὴ στὴ γῆ θὰ ἦταν ἀπερίγραπτα ὡραία. ᾿Αλλὰ παρόλο ποὺ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἀκούγονται ἐπὶ τόσους αἰῶνες σὲ ὅλην τὴν οἰκουμένη, οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ καταλαβαίνουν καὶ δὲν θέλουν νὰ τὰ παραδεχθοῦν. ῞Οποιος ὅμως ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς θὰ δοξασθεῖ καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ.

῞Οποιος παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπασχολεῖται μόνο μὲ τὸν Θεό. ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν βοηθᾶ νὰ παραμένει σὲ ἀδιάλειπτη προσευχή. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἐργάζεται ἢ ὁμιλεῖ, ἡ ψυχὴ του εἶναι ἀπορροφημένη ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος τὴν πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία Του.

῾Η παράδοση λέει ὅτι κατὰ τὴ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο ἡ ῾Αγία Οἰκογένεια συνάντησε στὸ δρόμο ἕνα ληστή, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν τοὺς ἔκανε κανένα κακό. ῞Οταν μάλιστα ὁ ληστὴς εἶδε τὸ Νήπιο, εἶπε ὅτι ἂν γινόταν ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, δὲν θὰ ἦταν ὡραιότερος ἀπὸ αὐτὸ τὸ Νήπιο, καὶ τοὺς ἄφησε νὰ φύγουν ἀνενόχλητοι.

᾿Αξιοθαύμαστο πράγμα· Ληστὴς ποὺ σὰν θηρίο δὲν σπλαγχνίζεται κανέναν, οὔτε πρόσβαλε οὔτε λύπησε τὴν ῞Αγια Οἰκογένεια. ῾Η ψυχὴ τοῦ ληστῆ, μόλις εἶδε τὸ Νήπιο καὶ τὴν ταπεινὴ Μητέρα Του, συγκινήθηκε καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν ἄγγιξε.

Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ στὰ ἄγρια θηρία, ποὺ μόλις ἀντίκρυζαν τοὺς ἅγιους μάρτυρες ἢ τοὺς ὅσιους ἠρεμοῦσαν καὶ δὲν τοὺς ἔκαναν κακό. ᾿Αλλὰ καὶ οἱ δαίμονες ἀκόμα φοβοῦνται τὴν γαλήνια καὶ ταπεινὴ ψυχή, ποὺ τοὺς νικᾶ μὲ τὴν ὑπακοή, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν προσευχή.

Καὶ ἄλλο παράδοξο πράγμα· ὁ ληστὴς λυπήθηκε τὸ Νήπιο-Κύριο, ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι Τὸν παρέδωσαν στὸν Πιλάτο γιὰ νὰ σταυρωθεῖ. Καὶ αὐτὸ γιατὶ δέν προσεύχονταν καὶ δὲν ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ σύνεση, πῶς καὶ τί νὰ κάνουν.

῎Ετσι, πολλές φορὲς οἱ κυβερνῆτες καὶ γενικὰ οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν μὲν τὸ ἀγαθό, ἀλλὰ δέν γνωρίζουν ποῦ εἶναι αὐτὸ τὸ ἀγαθό. Δὲν ξέρουν ὅτι τὸ ἀγαθὸ βρίσκεται στὸν Θεὸ καὶ μᾶς δίνεται ἀπὸ τὸν Θεό.

Εἶναι ἀνάγκη νὰ προσευχόμαστε πάντοτε, γιὰ νὰ μᾶς νουθετεῖ ὁ Κύριος τί καὶ πῶς πρέπει νὰ κάνουμε, καὶ ὁ Κύριος δὲν θὰ ἐπιτρέψει νὰ παραπλανηθοῦμε.

῾Ο ᾿Αδὰμ δὲν εἶχε τὴ σύνεση νὰ ρωτήσει τὸν Κύριο γιὰ τὸν καρπὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ Εὔα, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχασε τὸν Παράδεισο.

῾Ο Δαβίδ δὲν ρώτησε τὸν Κύριο· «Θὰ ἦταν ἄραγε καλὸ γιὰ μένα νὰ πάρω τὴ γυναίκα τοῦ Οὐρία;» κι ἔπεσε στὰ ἁμαρτήματα τοῦ φόνου καὶ τῆς μοιχείας.

῎Ετσι καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ ἁμάρτησαν, ἁμάρτησαν γιατὶ δὲν ἐπικαλοῦνταν τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τοὺς φωτίσει. ῾Ο ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ εἶπε· «῞Οταν μιλοῦσα ἀπὸ τὸ νοῦ μου, συνέβαιναν λάθη».

῾Υπάρχουν ὅμως καὶ ἀναμάρτητα λάθη ποὺ ὀφείλονται στὴν ἀτέλεια τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια βλέπουμε ἀκόμη καὶ στὴν Παναγία. Λέγεται στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι, ὅταν ἐπέστρεφε ἡ Παναγία μὲ τὸν ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τὴν ῾Ιερουσαλήμ, νόμισε πὼς ὁ Υἱός της βάδιζε μαζὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς ἢ τοὺς γνωστούς… Καὶ μόνο μετὰ τριῶν ἡμερῶν ἀναζήτηση Τὸν βρῆκαν στὸ ῾Ιερὸ τῶν ῾Ιεροσολύμων νὰ συνομιλεῖ μὲ τοὺς πρεσβυτέρους (Λουκ. β´ 44-46).

Συνεπῶς μόνο ὁ Κύριος εἶναι παντογνώστης, ἐνῶ ὅλοι ἐμεῖς, ὅποιοι καὶ ἂν εἴμαστε, πρέπει νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ ζητώντας σύνεση καὶ νὰ ρωτᾶμε τὸν πνευματικό μας, γιὰ ν᾿ ἀποφύγουμε λάθη.

Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ καθένα μὲ διαφορετικὸ τρόπο· ὁ ἕνας ἡσυχάζει μόνος, στὴν ἔρημο· ὁ ἄλλος προσεύχεται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους· ἄλλος κλήθηκε νὰ ποιμάνει τὸ λογικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ· ἄλλος πῆρε τὸ χάρισμα νὰ κηρύσσει ἢ νὰ παρηγορεῖ τοὺς πάσχοντες· ἄλλος ὑπηρετεῖ τὸν πλησίον μὲ τὸν κόπο ἢ τὴν περιουσία του, καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι χαρίσματα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ ὅλα σὲ διαφορετικοὺς βαθμούς· στὸν ἕνα τριάντα, στὸν ἄλλο ἑξήντα καὶ σὲ μερικοὺς ἑκατὸ (πρβλ. Μαρκ. δ´ 20).

῍Αν ἀγαπούσαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ ἁπλότητα καρδιᾶς, τότε ὁ Κύριος μὲ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα θὰ μᾶς ἔδειχνε πολλὰ θαύματα καὶ θὰ μᾶς ἀποκάλυπτε μεγάλα μυστήρια.

῾Ο Θεὸς εἶναι ᾿Αγάπη ἀκόρεστος…

῾Ο νοῦς μου στάθηκε στὸν Θεὸ καὶ σταμάτησα νὰ γράφω…

Πόσο φανερὸ εἶναι γιὰ μένα ὅτι ὁ Κύριος μᾶς κατευθύνει! Χωρὶς Αὐτὸν δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ σκεφθοῦμε τὸ ἀγαθό. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο σὲ μᾶς νὰ παραδινόμαστε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁ Κύριος νὰ μᾶς καθοδηγεῖ.

Ὅλοι μας ταλαιπωρούμαστε στὴ γῆ καὶ ζητοῦμε ἐλευθερία, ἀλλὰ λίγοι ξέρουν σὲ τί ἔγκειται ἡ ἐλευθερία καὶ ποῦ βρίσκεται.

Κι ἐγὼ θέλω ἐπίσης ἐλευθερία καὶ τὴν ἀναζητῶ ἡμέρα καὶ νύχτα. ῎Εμαθα πὼς βρίσκεται κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ δίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅσους ἔχουν ταπεινὴ καρδιά, σὲ ὅσους μετανόησαν κι ἔκοψαν τὸ θέλημά τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Σὲ ὅποιον μετανοεῖ, ὁ Κύριος δίνει τὴν εἰρήνη Του καὶ τὴν ἐλευθερία νὰ Τὸν ἀγαπᾶ. Καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε πολυτιμότερο στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον. Σὲ αὐτὸ βρίσκει ἡ ψυχὴ ἀνάπαυση καὶ χαρά.

῎Ω, λαοὶ ὅλης τῆς γῆς, πέφτω στὰ γόνατα μπροστά σας καὶ σᾶς ἱκετεύω μὲ δάκρυα. ᾿Ελᾶτε στὸν Χριστό. ᾿Εγὼ ξέρω τὴν ἀγάπη Του γιὰ σᾶς. Τὴν γνωρίζω, καὶ γι᾿ αὐτὸ φωνάζω πρὸς ὅλην τὴν οἰκουμένη. ῍Αν δὲν γνωρίζεις κάτι, τότε πῶς θὰ μιλήσεις γι᾿ αὐτό;

Ρωτᾶς· «Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ γνωρίζει κάποιος τὸν Θεό;» Κι ἐγὼ σοῦ λέω ὅτι ἐμεῖς εἴδαμε τὸν Κύριο μὲ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα. Κι ἐσύ, ἂν ταπεινωθεῖς, θὰ σοῦ δείξει κι ἐσένα τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα τὸν Κύριό μας, καὶ τότε θὰ θέλεις κι ἐσὺ νὰ βροντοφωνάζεις γι᾿ Αὐτὸ σὲ ὅλην τὴ γῆ.

Εἶμαι γέρος καὶ περιμένω τὸ θάνατο, καὶ γράφω τὴν ἀλήθεια ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ λαό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀγωνιᾶ ἡ ψυχή μου. ῎Ισως σωθεῖ ἔστω καὶ μιὰ ψυχή, καὶ γι᾿ αὐτὴν θὰ εὐχαριστῶ τὸν Θεό. ῾Η καρδιά μου ὅμως πονᾶ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο καὶ δέομαι μὲ δάκρυα γι᾿ αὐτόν, γιὰ νὰ μετανοήσουν ὅλοι καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν μὲ ἀγάπη καὶ νὰ γευθοῦν τὴ γλυκύτητα τῆς ἐλευθερίας κοντὰ στὸν Θεό.

῎Ω, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ κάτοικοι τῆς γῆς, προσευχηθεῖτε καὶ κλάψτε γιὰ τὶς ἁμαρτίες σας, γιὰ νὰ λάβετε τὴν ἄφεση αὐτῶν ἀπὸ τὸν Κύριο.

῞Οπου ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως καὶ ἡ ἀγάπη, ἔστω καὶ λίγη.

῾Ο Κύριος δὲν θέλει τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ σὲ ὅποιον μετανοεῖ δίνει τὴ χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾿Εκεῖνος χαρίζει στὴν ψυχὴ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἐλευθερία νὰ παραμένει στὸν Θεὸ μὲ νοῦ καὶ καρδιά. ῞Οταν τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα μᾶς συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, ἡ ψυχὴ ἀποκτᾶ τὴν ἐλευθερία νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ μὲ καθαρὸ τὸ νοῦ· τότε βλέπει ἀνεμπόδιστα τὸν Θεὸ καὶ βρίσκει ἀνάπαυση καὶ χαρὰ κοντά Του. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Χωρὶς ὅμως τὸν Θεὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρχει ἐλευθερία, γιατὶ οἱ ἐχθροί κλονίζουν τὴν ψυχὴ μὲ τοὺς κακοὺς λογισμούς.

Θὰ πῶ τὴν ἀλήθεια μπροστὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Εἶμαι βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ θ᾿ ἀπελπιζόμουν γιὰ τὴ σωτηρία μου, ἂν δὲν μοῦ ἔδινε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Καὶ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα μὲ δίδαξε νὰ γράφω γιὰ τὸν Θεὸ χωρὶς κόπο, γιατὶ ᾿Εκεῖνος μὲ σπρώχνει στὸ νὰ γράφω.

Στενοχωριέμαι, καὶ θρηνῶ, καὶ ὀδύρομαι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Πολλοὶ σκέφτονται μὲ ἀπόγνωση· «῾Αμάρτησα πολύ· σκότωσα, λήστεψα, ἐβίασα, συκοφάντησα, ἤμουν ἄσωτος καὶ ἔκανα καὶ ἄλλα πολλά». Καὶ ἀπὸ τὴ ντροπή τους δὲν ἔρχονται στὴ μετάνοια. Λησμονοῦν ὅμως ὅτι ὅλες οἱ ἁμαρτίες τους εἶναι σὰν σταγόνα μπροστὰ στὸ πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

῎Ω, ἀδελφοί μου, ὅλη ἡ γῆ, μετανοεῖτε, ὅσο ἀκόμα εἶναι καιρός. ῾Ο Κύριος γεμάτος ἔλεος περιμένει τὴ μετάνοιά μας. Καὶ ὅλος ὁ οὐρανὸς καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι περιμένουν ἐπίσης τὴν ἐπιστροφή μας. Γιατί, ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, τὸ ἴδιο καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο ποὺ κατοικεῖ στοὺς ἁγίους εἶναι ἀγάπη. Ζήτησε, καὶ ὁ Κύριος θὰ συγχωρέσει. Καὶ ὅταν λάβεις ἄφεση ἁμαρτιῶν, τότε θὰ ἔχεις χαρὰ καὶ εὐφροσύνη στὴν ψυχή, καὶ ἡ χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος θὰ εἰσέλθει στὴν καρδιά σου καὶ θὰ πεῖς· «Νὰ ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία· κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὸν Θεό».

῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν ἀφαιρεῖ τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ συνεργεῖ μόνο στὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ᾿Αδὰμ βρισκόταν στὴν κατάσταση τῆς χάριτος, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἀφαιρέθηκε τὸ αὐτεξούσιο. Οἱ ἄγγελοι παραμένουν ἐπίσης στὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἔχει ἀφαιρεθεῖ ἡ ἐλεύθερη θέληση.

Πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν ξέρουν τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Μπῆκαν στὸ σκοτάδι καὶ δέν βλέπουν τὸ Φῶς τῆς ᾿Αλήθειας. ᾿Εκεῖνος ὅμως ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἐλεήμων καὶ καλεῖ ἀπὸ εὐσπλαγχνία ὅλους κοντά Του· «᾿Ελᾶτε σ᾿ ᾿Εμένα ὅλοι οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, γνωρίστε Με καὶ ἐγὼ θὰ δώσω σὲ σᾶς τὴν ἀνάπαυση καὶ τὴν ἐλευθερία».

Νά ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία — ὅταν βρισκόμαστε κοντὰ στὸν Θεό. Κι ἐγὼ δὲν τὸ ἤξερα αὐτὸ προηγουμένως. ῝Ως τὴν ἡλικία τῶν εἰκοσιεπτὰ ἐτῶν πίστευα μόνο ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν Τὸν γνώριζα. ᾿Αφότου ὅμως Τὸν γνώρισα μὲ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, ἡ ψυχή μου ὁρμᾶ μὲ πάθος πρὸς Αὐτὸν καὶ Τὸν ζητῶ διακαῶς ἡμέρα καὶ νύχτα.

῾Ο Κύριος μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Σὲ αὐτό ἔγκειται ἡ ἐλευθερία· στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν πλησίον. ᾿Εδῶ βρίσκεται καὶ ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἰσότητα. Στὴν κοσμικὴ τάξη εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξει ἰσότητα —αὐτὸ ὅμως δὲν ἔχει σημασία γιὰ τὴν ψυχή. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ καθένας βασιλιὰς ἢ ἄρχοντας, πατριάρχης, ἢ ἡγούμενος ἢ διοικητής. Μπορεῖς ὅμως σέ κάθε τάξη ν᾿ ἀγαπᾶς τὸν Θεὸ καὶ νὰ εἶσαι εὐάρεστος σὲ Αὐτὸν— καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο. Καὶ ὅσοι ἀγαποῦν περισσότερο τὸν Θεὸ στὴ γῆ, θὰ ἔχουν μεγαλύτερη δόξα στὴν Βασιλεία καὶ θὰ εἶναι πιὸ κοντὰ στὸν Κύριο. ῾Ο καθένας θὰ δοξασθεῖ κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἀγάπης του.

῎Εμαθα ὅτι ἡ ἀγάπη ποικίλλει ὡς πρὸς τὴν ἔντασή της. ῞Οποιος φοβᾶται τὸν Θεό, φοβᾶται νὰ Τὸν λυπήσει μὲ κάτι· αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος βαθμός. ῞Οποιος ἔχει τὸ νοῦ καθαρὸ ἀπὸ ἐμπαθεῖς λογισμούς, αὐτὸ εἶναι ὁ δεύτερος βαθμός, μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πρῶτο. ῞Οποιος αἰσθητὰ ἔχει τὴ χάρη στὴν ψυχή του, αὐτὸ εἶναι ὁ τρίτος βαθμὸς τῆς ἀγάπης, ἀκόμη μεγαλύτερος.

῾Η τέταρτη βαθμίδα, ἡ τέλεια ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, εἶναι ὅταν ἔχει κάποιος τὴ χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἁγιάζουν τὰ σώματα καὶ μετὰ τὸ θάνατό τους γίνονται ἅγια λείψανα. ῎Ετσι γίνεται μὲ τὰ σώματα τῶν ἁγίων μαρτύρων, τῶν προφητῶν, τῶν ὁσίων ἀνδρῶν.

῞Οποιος βρίσκεται στὸ μέτρο αὐτό, δὲν προσβάλλεται ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ κοιμηθεῖ μὲ νέα κοπέλλα, χωρὶς καμιὰ ἐπιθυμία γι᾿ αὐτήν. ῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς κοπέλλας, πρὸς τὴν ὁποίαν ἑλκύονται ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ ὅσους ἔχουν τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἡ γλυκύτητα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος μεταμορφώνει ἐντελῶς τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν διδάσκει νὰ ἀγαπᾶ πλήρως τὸν Θεό. ῎Εχοντας τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἡ ψυχὴ δὲν ἐγγίζει τὸν κόσμο, παρότι ζεῖ στὴ γῆ ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους. ῾Η ψυχὴ λησμονεῖ ὅλα τὰ ἐπίγεια ἐξαιτίας τῆς μεγάλης ἀγάπης γιὰ τὸν Θεό.

῾Η δυστυχία μας ἔγκειται στὸ ὅτι δὲν στεκόμαστε ἀκλόνητοι, ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς μας, στὴ χάρη αὐτή, κι ἐκείνη μᾶς ἐγκαταλείπει, καὶ ἡ ψυχὴ τὴν ἀναζητεῖ μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς καὶ λέει·

«Διψᾶ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο».

Προέλευση κειμένου: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΡΕΑ



http://foschristou.wordpress.com/2012/04/25/%CF%84%CF%8C-%CE%B8%CE%AD%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%BF%E1%BF%A6-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%E1%BF%A6-%CE%BA%CE%B1%CE%AF-%E1%BC%A1-%E1%BC%90%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B1-%E1%BD%85/


Κέρσορες © "Copy/Paste"