Η χώρα του ονείρου: May 2007

Η χώρα του ονείρου

“Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες τ’ άπειρο, μες τ’ άστρα, μες τα μεγαλεία του Θεού, μες τη σιωπή. Όποιος θέλει να γίνει Χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Γέροντας Πορφύριος

Saturday, May 05, 2007

Το κόκκινο ρόδο


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κήπος με πολλών λογιών λουλούδια και διάφορα δέντρα. Δεν είχε όμως τριαντάφυλλα. Αυτόν τον όμορφο κήπο τον είχε μια χήρα που ζούσε με την κόρη της. Με τα λουλούδια έφτιαχνε ανθοδέσμες ή τα φύτευε σε γλάστρες και τα πουλούσε. Η κόρη της, η Μάρω, αγαπούσε πολύ αυτόν τον κήπο και τον περιποιόταν. Κάθε μέρα πότιζε τα λουλούδια και τα δέντρα κι ένιωθε πολύ ευτυχισμένη. Όλα τα λουλούδια αγαπούσε και τις άρεσαν. Πάντοτε όμως σκεφτόταν ότι κάτι λείπει από τον κήπο. Κι αυτό το κατάλαβε όταν ήρθε μια γυναίκα και ζήτησε τριαντάφυλλα. Τότε μητέρα και κόρη βρήκαν και φύτεψαν στον κήπο μια κόκκινη τριανταφυλλιά. Όταν ήρθε η άνοιξη βγήκαν τα μπουμπούκια. Δεν άνοιξαν όμως όλα μαζί. Ένα μονάχα βιάστηκε ν' ανοίξει πρώτο πρώτο.
Τότε που άνοιξε ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Μάη. Ο κήπος ήταν πιο όμορφος από κάθε άλλη εποχή. Τα δέντρα και τα λουλούδια ήταν ανθισμένα. Πολύχρωμες πεταλούδες πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι. Τα πουλιά κελαηδούσαν χαρούμενα. Ήταν τόσο όμορφα στον παραδεισένιο κήπο! Η Μάρω ήταν ευτυχισμένη καθώς έβλεπε τόση ομορφιά. Εκείνο το πρωινό μπήκε στον κήπο κι άρχισε να τον ποτίζει τραγουδώντας το τραγούδι της άνοιξης.
Γλυκυτάτη άνοιξη
με τ' άνθη στολισμένη
ροδοστεφανωμένη
τη γη γλυκοκοιτάζει.
Κι η γη τη χλόη ντύνεται
τα δάση της ισκιώνουν
τα κρύα χιόνια λιώνουν
κι ο ουρανός γελάει.
Στ' αγκαθερό τριαντάφυλλο
γλυκολαλάει τ' αηδόνι
το ξένο χελιδόνι
ταιριάζει τη φωλιά.
Κι ο νιος βοσκός χαρούμενος
φυσώντας τη φλογέρα
γεμίζει τον αέρα
με όμορφες φωνές.
Όταν όμως έφτασε στην τριανταφυλλιά, είδε το ανοιγμένο μπουμπούκι, σταμάτησε το τραγούδι και το κοιτούσε έκπληκτη, γεμάτη θαυμασμό γιατί ήταν το πιο όμορφο λουλούδι του κήπου και γύρω του σκορπούσε μια υπέροχη ευωδία. Έμεινε άφωνη για λίγο κι ύστερα γεμάτη χαρά έτρεξε να το πει στη μητέρα της. Τα δέντρα και τα λουλούδια που βρίσκονταν γύρω από το μπουμπούκι το κοίταζαν παραξενεμένα.
-Μα γιατί με κοιτάτε έτσι; τα ρώτησε το μπουμπούκι.
-Πρώτη φορά σε βλέπουμε. Πώς ονομάζεσαι; ρώτησε το ζουμπούλι.
-Είμαι μπουμπούκι.
-Μπουμπούκι! πολύ αστείο όνομα, είπε η γαριφαλιά.
-Χα, χα, χα! γέλασαν τα δέντρα και τα λουλούδια.
-Μη γελάτε, τους είπε το μπουμπούκι. Μόλις περάσουν μερικές μέρες θα μεγαλώσω και θα γίνω τριαντάφυλλο.
-Πολύ παράξενα ονόματα έχεις! του είπε η μαργαρίτα.
-Μήπως έχεις κανένα άλλο όνομα; το ρώτησε η βιολέτα.
-Ναι, ονομάζομαι αλλιώς ρόδο.
-Αυτό μάλιστα, είναι ωραίο όνομα. Εγώ έτσι θα σε φωνάζω, είπε ο κρίνος.
-Κι επειδή είσαι κόκκινο θα σε φωνάζουμε κόκκινο ρόδο.
Συμφωνείτε; ρώτησε το χρυσάνθεμο.
-Ναι! είπαν με μια φωνή τα δέντρα και τα λουλούδια.
-Καλωσόρισες κόκκινο ρόδο στον κήπο μας. Θα σ' αγαπάμε όλοι σα φίλο μας, είπε η τουλίπα.
-Σας ευχαριστώ, είπε το μπουμπούκι.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε η Μαρία με τη μητέρα της και κοίταζαν με θαυμασμό το μπουμπούκι. Μετά από λίγες μέρες το μπουμπούκι άνοιξε κι έγινε ένα πολύ όμορφο κι ευωδιαστό κόκκινο τριαντάφυλλο. Τα δέντρα και τα λουλούδια του κήπου το αγαπούσαν κι ήταν περήφανα που είχαν τέτοιο φίλο. Το κόκκινο ρόδο ήταν το πιο όμορφο λουλούδι του κήπου. Όλοι όσοι βρίσκονταν ή έρχονταν στον κήπο το θαύμαζαν. Οι πολύχρωμες πεταλούδες το επισκέφτονταν. Η Μάρω το περιποιόταν, το πότιζε, του κράταγε συντροφιά, του τραγουδούσε. Μα το τριαντάφυλλο δεν μπορούσε να της μιλήσει και να της πει πόσο πολύ ήταν ευτυχισμένο και πόσο πολύ την αγαπούσε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει για να ευχαριστήσει τη Μάρω για την αγάπη που του έδειχνε ήταν να της χαρίζει την ευωδία του. Τις μέρες και τις νύχτες περνούσε πολύ ευχάριστα. Τη μέρα του έκαναν συντροφιά τα ζουζούνια, οι μέλισσες, οι πεταλούδες, τα χελιδόνια και η Μάρω και τη νύχτα τ' αστέρια και το φεγγάρι. Είχε αποκτήσει πολλούς φίλους. Ποτέ δεν ένιωθε μοναξιά. Η Μάρω όμως ήταν η καλύτερή του φίλη. Γιατί το αγαπούσε, αφιέρωνε πολύ χρόνο για να το φροντίζει. Το έκανε να νιώθει πως ήταν σημαντικό και μοναδικό λουλούδι μέσα στον κήπο. Γι' αυτό το τριαντάφυλλο την αγαπούσε. Αγαπούσε επίσης ό,τι του θύμιζε τη Μάρω. Αγαπούσε τον ήλιο γιατί του θύμιζε τα χρυσαφένια μαλλιά της. Αγαπούσε τον καταγάλανο ουρανό γιατί του θύμιζε τα όμορφα γαλάζια μάτια της που το κοίταζαν με αγάπη, στοργή και θαυμασμό. Το τριαντάφυλλο γνώριζε και ξεχώριζε το θόρυβο των βημάτων της Μάρως όταν περπατούσε στον κήπο γιατί διέφεραν απ' όλα τ' άλλα. Περίμενε με ανυπομονησία την ώρα που έμπαινε στον κήπο για να το ποτίσει και για να του τραγουδήσει με τη μαγευτική φωνή της το αγαπημένο της τραγούδι για το αγαπημένο της λουλούδι, το κόκκινο ρόδο. Αυτή η ώρα διέφερε από από τις άλλες. Ήταν η πιο σημαντική, η πιο όμορφη. Όλος ο κόσμος του κήπου σταματούσε τη δουλειά και το τραγούδι για να την ακούσει.
Ρόδο που η άνοιξη σε φέρνει
μόλις σε δω ανοιγμένο
κι η όψη σου αρχινά να γέρνει
με χρώμα πια ξεθωριασμένο
κλαίμε θωρώντας
τη γλυκιά σου την όψη
που ήσυχα πεθαίνει
κι όμως κι αν έσβησε η θωριά σου
κάποια ευωδία πίσω σου μένει.
Έτσι ευτυχισμένα περνούσαν οι μέρες. Το ρόδο έβλεπε με χαρά τ' αδελφάκια του τα άλλα μπουμπούκια να μεγαλώνουν κι ένιωθε ευτυχισμένο. Μα η ευτυχία μια μέρα σταμάτησε. Τη διαδέχτηκε ένας αβάσταχτος πόνος που ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να του συμβεί. Ένα απόγευμα που έλειπε η Μάρω, ήρθε στο σπίτι της μια άγνωστη κυρία η οποία ζήτησε από τη μητέρα της να περπατήσουν στον κήπο για να δει τα λουλούδια. Όταν έφτασαν στο τριαντάφυλλο η κυρία σταμάτησε και είπε με θαυμασμό.
-Τι ωραίο τριαντάφυλλο! Πόσο θα ήθελα να το αγοράσω για να το βάλω στο καινούριο μου βάζο!
-Λυπάμαι, δεν μπορώ να σου το δώσω, είπε η μητέρα της Μάρως. Η κόρη μου το αγαπάει πιο πολύ από τ' άλλα λουλούδια και δε θα ήθελε να της το πάρει κανείς. Έχει αποφασίσει να μην το κόψει ποτέ. Θα στενοχωρηθεί πολύ όταν γυρίσει και δεν το βρει. Αυτό το τριαντάφυλλο είναι πολύ σημαντικό γι' αυτήν.
-Δεν ήξερα ότι έχεις τόσο ανόητη κόρη. Ορίστε, κοίταξε αυτά τα μπουμπούκια. Κάποτε θα γίνουν σαν κι αυτό, είπε η κυρία.
Η μητέρα της Μάρως ντροπιασμένη από τα λόγια της κυρίας αποφάσισε να της το δώσει.
-Θα κόψει το κόκκινο ρόδο, το στολίδι του κήπου μας; είπε ξαφνιασμένη και λυπημένη η μαργαρίτα.
-Δεν καταλαβαίνει πως το ρόδο ζει ευτυχισμένο με τ' αδέλφια του, με τους φίλους του, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα πουλιά, τις πεταλούδες στον κήπο ενώ μέσα σ' ένα βάζο θα μαραθεί πριν της ώρας του από τη λύπη του μακριά απ' όλους όσους το αγαπούν, μακριά από μας κι από τη Μάρω, είπε η βιολέτα.
-Πόσο θα ήθελα να το βοηθήσω. Μα τι να κάνω; Όλα τα λουλούδια κάποτε την ίδια τύχη θα έχουμε. Μα του ρόδου δεν του αξίζει τέτοια τύχη, είπε το γαρίφαλο.
Το ρόδο όταν άκουσε τα λόγια των γυναικών τρόμαξε. Ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του μόνο κι αβοήθητο. Κανένας δεν μπορούσε να το βοηθήσει. Μόνο η Μάρω μα έλειπε. Τι ατυχία! Έπρεπε να παλαίψει μόνο του να σωθεί. Ένιωσε αβάσταχτο πόνο όταν σκέφτηκε πως δεν θα ξαναέβλεπε πια την αγαπημένη του φίλη, τη Μάρω, τ' αδέλφια του τα μπουμπούκια και τους φίλους του στον κήπο. Η μητέρα της Μάρως προσπάθησε να κόψει το τριαντάφυλλο. Το τράβαγε, έβαζε όλη τη δύναμή της, μα τίποτα. Ήταν και τ' αγκάθια που την εμπόδιζαν.
-Δεν μπορώ να το κόψω,περίμενε λίγο, είπε και πήγε στο σπίτι.
Όταν βγήκε κρατούσε ένα ψαλίδι. Πλησίασε το τριαντάφυλλο και χραπ το 'κοψε με το ψαλίδι.
-Ω! φώναξαν γεμάτα πόνο και λύπη όλα τα λουλούδια και τα δέντρα του κήπου που παρακολουθούσαν με αγωνία.
Το τριαντάφυλλο δακρυσμένο, πονεμένο, απελπισμένο δεν άντεχε να βλέπει να απομακρύνεται από τους αγαπημένους του φίλους. Μακριά τους πώς να χαρεί. Οι όμορφες αναμνήσεις θα του μεγάλωναν τον πόνο και την απελπισία. Λυπόταν που δε θα μπορούσε να δει τ' αδελφάκια του να μεγαλώνουν, να γίνονται σαν κι αυτό. Λυπόταν που δεν θα μπορούσε να δει τη Μάρω έστω για τελευταία φορά. Η άγνωστη κυρία θα το έβαζε στο βάζο για λίγο και μετά θα το πέταγε στα σκουπίδια. Το ρόδο σκεφτόταν και τον πόνο που θα ένιωθε και η Μάρω όταν δεν θα το έβρισκε όταν θα ερχόταν στον κήπο. Όλος ο κόσμος του κήπου κοίταζε με λύπη το ρόδο που το κρατούσε η άγνωστη καθώς έφευγε ώσπου χάθηκε.
-Αντίο για πάντα αγαπημένο μας κόκκινο ρόδο, φώναξαν όλοι μαζί οι φίλοι του στον κήπο κι άρχισαν να τραγουδούν το γνωστό τραγούδι του ρόδου.
Κλαίμε θωρώντας
τη γλυκιά σου την όψη
που ήσυχα πεθαίνει
κι όμως κι αν έσβησε η θωριά σου
κάποια ευωδία πίσω σου μένει.
1982

Tuesday, May 01, 2007

Το χρώμα του φεγγαριού - Αλκυόνη Παπαδάκη



Τα χρώματα
– Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρωτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά.Δεν άκουσες;Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
– Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγγαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλέ.
– Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
– Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
– Τί χρώμα έχει η χαρά;
– Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.
– Και η μοναξιά;
– Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
– Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
– Το αστέρι έκλεισε τα ματια του και ακούμπησε στο φράκτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
– Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
– …Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού,απάντησε το δέντρο.
– Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
– Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
– Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι… Κοίταξε μακριά στο κενό… Και δάκρυσε …
Ζω…
– Δε φοβάσαι που θα πεθάνεις;
– Σήμερα πάντως ζω! Σου σφίγγω τα χέρια, σε κοιτάζω στα μάτια. Μήν αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται. Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα απo τα δάκτυλά σου. Ζήσε. Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το σήμερα ενέχυρο σ' αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένο Αύριο. Το Σήμερα είναι δικό σου, φίλε. Αγάπησέ το!
Συγχωρώ!
– Δίνε το χέρι σου στον άλλο χωρίς να κρίνεις. Κάνε του λίγο χώρο μέσα σου να ξαποστάσει. Να πιεί μια γουλιά νερό. Σ' αυτό τον κόσμο, παλικάρι, όλοι έχουμε μερίδιο σε όλα. Μερίδιο στη χαρά, στα λάθη στην απόγνωση. Κι εσύ, θα 'ρθουν φορές που θα τα κάνεις θάλασσα στη ζωή σου. Ε! Δε θα σημάνει ποτέ γι' αυτό το τέλος του κόσμου! Εγώ είμαι γέρος, κι ακόμα κάποιες φορές τα κάνω θάλασσα. Δε βγαίνει με συνταγές η ζωή. Aντε στην υγειά σου!
Ελπίζω!
– Μην πικραίνεσαι, είπε. Και βούρκωσε. Είναι όμορφη η ζωή. Πιστεψέ με. Αξίζει να τη ζεί κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές. Σε νιώθω. Λες να μην τα ξέρω όλ' αυτά; Μα να θυμάσαι πάντα, φιλαράκο, πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Δε σταματάει πουθενά η ζωή. Μη σε μπερδέψουνε κάτι κακομοίρηδες, που σφίγγουν σαν το παραδοσάκουλο της ψυχής τους. Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι. Ανθίζει, κάνει καρπούς, μαδάει, και πάλι απο την αρχή. Τωρα έχεις φουρτούνα εσύ, και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Φύλαξέ τα όμως στο μυαλό σου αυτά που ακούς. Δεν σου κάνω το δάσκαλο. Ένας γερο-ξεκούτης είμαι. Μα αυτά τα πράγματα έτσι γίνονται. Το ξέρω καλά. Αν θέλεις να φύγεις, φύγε. Κανείς δεν μπορεί να σε κρατήσει. Προχώρα όρθιος όμως. Έτσι; ………………………………………………………………………………………….
– Aυριο θα 'ναι μια καινούρια μέρα, αγόρι μου. Πλύσου, χτενίσου, ψιθύρισε ένα τραγουδάκι και ξεκίνα. Δεν ξέρω τιποτ' άλλο να σου πω, Έζησα τόσα χρόνια σ'αυτή τη γη. Δεν αρνήθηκα ποτέ τα λάθη μου. Δε γουστάρω τους ανθρώπους που είναι ατσαλάκωτοι. Αξίζει να ζείς μέσα στη γυάλα, απο φόβο μην πληγωθείς; Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα. Κι όταν τσακίζεσαι, να 'χεις το θάρρος να λές: Με γεια μου με χαρά μου. Φτου κι από την αρχή τώρα. Όχι κακομοιριές και κλαψούρες. Η ζωή είναι όμορφη, παλικάρι μου, μόνο όταν την ζείς. Όταν κυλιέσαι μαζί της. Πότε σε λασπουριές και πότε σε ροδοπέταλα. Κράτα της αναμνήσεις σου και προχώρα… Μια περιπλάνηση είναι το διάβα μας σ' αυτό το κόσμο. Μια περιπλάνηση ανάμεσα ουρανού και γής. Aντε να πιούμε και το τελευταίο. Έχω να σηκωθώ νωρίς αύριο. Πρέπει να κλαδέψω τις τριανταφυλλιές. Αλλιώς, πώς θα θυμάμαι το χαμόγελο αυτηνής της κακούργας της Μελπομένης;
Ποιός είναι ο δυνατός;
– Ποιός είναι ο δυνατός; Ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.
– Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του. Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι. Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους. Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους. Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες. Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια στιγμή,μέσα στο χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλιά του. Αυτός είναι ο δυνατός.
Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι έσπασε. Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα. Ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω από τις μυρτιές. Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:
– Γειά σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου! ……………………………………………………………………………………………… «Προσεξε μην ξεχάσεις ποτέ πως η ζωή αγαπά αυτούς που την περιμένουν στη γωνία του δρόμου μ' ένα λουλούδι στο χέρι. Μπορεί να γονατίζεις, να σερνεσαι, να ματώνεις. Ωραία! Δε χαλασε ο κόσμος. Έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Έχεις πάντα το καιρό να σηκωθείς. Τ' αγαλματα μόνο δε λυγάνε».
Ονειρεύονται… και ελπίζουν…
– Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στ' αστέρι του.
– Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.
– Δείξε μου ένα ακριβό στολίδι.
– Τα καράβια και τους Ινδιάνους με τα βέλη και τα πολύχρωμα φτερά, που είναι ζωγραφισμένα στους άσπρους τοίχους μιας καμαρούλας.
– Όμορφη βραδιά απόψε. Aκου, πως τραγουδάει το τριζόνι!
Σε λίγο θα βγεί ο Αυγερινός. Σε λίγο θα ξημερώσει. Κοίτα που ξεχάστηκε μια ξελογιασμένη καρδερίνα. Και ξαγρυπνά. Κοιτάζει το φεγγάρι. Και ονειρεύεται…
– Σε λίγο θα ξημερώσει… Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται… Ονειρεύονται και ελπίζουν…


Κέρσορες © "Copy/Paste"