Η χώρα του ονείρου: Στήν ἐξομολόγηση καί μετά τήν ἐξομολόγηση

Η χώρα του ονείρου

“Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες τ’ άπειρο, μες τ’ άστρα, μες τα μεγαλεία του Θεού, μες τη σιωπή. Όποιος θέλει να γίνει Χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Γέροντας Πορφύριος

Saturday, February 18, 2012

Στήν ἐξομολόγηση καί μετά τήν ἐξομολόγηση

Τό μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως Β΄ καί Γ΄μέρος



Β΄ Στήν ἐξομολόγηση.

Ἀφοῦ ὁ πιστός προετοιμαστεῖ γιά τήν ἐξομολόγησή του μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε, μερικές μέρες ἐνωρίτερα, καλό εἶναι νά ἀπομακρυνθεῖ καί ἀπό τίς πολλές συναναστροφές. Ἄς παραμένει μέ προσευχή καί ἐσωτερική καρδιακή κατάνυξη προσμένοντας τήν ἱερή ὥρα τῆς ὁμολογίας τῶν ἁμαρτιῶν του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἔχοντας ὡς μάρτυρα τῆς μετανοίας του τόν Πνευματικό του Πατέρα. «Ἡ ταπεινή ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι πολύ εὐάρεστη στόν Κύριο. Ἄν ὁ Ἀδάμ, μετά την παρακοή καί τήν πτώση του, παραδεχόταν μετανοημένος τό σφάλμα του, θά ἔβρισκε συγχώρηση ἀπό τόν Πανάγαθο Θεό. Ἀκόμα καί ὁ Κάιν, πού ἔκανε ἕναν τόσο ἀποτρόπαιο φόνο, μποροῦσε νά μετανοήσει καί νά συγχωρηθεῖ. Ἔτσι ἔκανε ὁ βασιλιάς Δαβίδ. Μολονότι ἔπεσε σέ δύο θανάσιμα ἁμαρτήματα, σέ φόνο καί μοιχεία, συγχωρήθηκε, ἐπειδή μετανόησε εἰλικρινά: «Ἐξομολογήθηκα τήν ἁμαρτία μου στόν Κύριο καί δέν συγκάλυψα τήν ἀνομία μου· εἶπα: “Θά ὁμολογήσω τήν ἀνομία μου στόν Κύριο, κατηγορώντας τόν ἑαυτό μου”‘ κι Ἐσύ ἀμέσως συγχώρησες τήν ἀσέβεια τῆς καρδίας μου». (Ψαλμ. 31:5)»1.

Ἕνα σπουδαῖο θέμα εἶναι ἡ εὕρεση τοῦ σωστοῦ Πνευματικοῦ Πατρός.

1)Πῶς ἐπιλέγουμε τόν Πνευματικό μας Πατέρα.


Ὅπως φροντίζουμε νά βροῦμε τόν καλό γιατρό γιά τό σῶμα μας, ἔτσι καί πιό ἐπιμελημένα θά πρέπει νά ἀναζητήσουμε καί τόν σωστό Πνευματικό μας ἰατρό πού θά συμβάλει στήν πνευματική μας θεραπεία. Γιατί ἀλλιῶς… «τυφλός ἄν ὁδηγεῖ τυφλό, θά πέσουν κι οἱ δύο στό χαντάκι» (Ματθ. 15:14).

«Χρειαζόμεθα», λέγει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (σελ. 71),« πολλὴν προσοχήν, πολλὴν ἀγρυπνίαν, πολλὰς προσευχὰς διὰ νὰ μὴ περιπέσωμεν εἰς κανένα πλάνον, ἢ ψεύστην, ἢ ψευδαπόστολον, ἢ ψευδόχριστον. Ἀντίθετα πρέπει νὰ ἐπιτύχωμεν ὁδηγὸν ἀληθινόν, καὶ φιλόθεον, πού νὰ ἔχῃ τὸν Χριστὸν μέσα του, καὶ νὰ γνωρίζει καταλεπτῶς τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, τοὺς κανόνας, καὶ τὰς παραγγελίας τους, καὶ τὰ δόγματα τῶν Πατέρων. Ἢ νὰ εἰπῶ καλλίτερα, πού νὰ ἠξεύρη τὰ θελήματα, καὶ μυστήρια αὐτοῦ τοῦ ἰδίου Δεσπότου καὶ Διδασκάλου τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ. Τέτοιον διδάσκαλον πρέπει νὰ ζητοῦμεν, καὶ νὰ εὑρίσκωμεν, πού πρῶτον μὲν νὰ τὰ ἤκουσεν αὐτὰ μὲ λόγον, καὶ νὰ τὰ ἐδιδάχθη, καὶ ὕστερον νὰ τὰ ἐδιδάχθη καὶ μυστικὰ ἐν ἀληθείᾳ ἀπὸ αὐτὸ τὸ παράκλητον Πνεῦμα μὲ πρᾶξιν, καὶ μὲ δοκιμήν»2.

Δέν ὑπάρχουν πολλοί στήν ἐποχή μας τέτοιοι. Ὅπως συνέβαινε στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Συμεών ἔτσι καί σήμερα, εἶναι σπάνιοι οἱ ἀληθινοί Πνευματικοί ἰατροί. «Σπάνιοι γάρ ὡς ἀληθῶς καί μάλιστα ἄρτι οἱ καλῶς ποιμαίνειν καί ἰατρεύειν ψυχάς λογικάς ἐπιστάμενοι»(Δηλ. Ἀληθινά εἶναι σπάνιοι καί μάλιστα τώρα, αὐτοί πού γνωρίζουν νά ποιμαίνουν καλά καί νά ἰατρεύουν τίς λογικές ψυχές)3.

Θά πρέπει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά κάνουμε θερμή προσευχή, ὥστε ὁ Πανάγαθος Κύριος νά μᾶς παρουσιάσει ἕναν τέτοιο Πνευματικό Πατέρα. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος μᾶς προσφέρει ἕνα τύπο προσευχῆς γι’ αὐτό τό θέμα. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ ἑξῆς:

«Κύριε, ὁ μή θέλων τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν, ὁ κατελθών διά τοῦτο ἐπί τῆς γῆς, ἵνα τούς κειμένους καί τεθανατωμένους ὑπό τῆς ἁμαρτίας ἐξαναστήσῃς καί Σέ κατιδεῖν αὐτούς, τό φῶς τό ἀληθινόν, ὡς ἰδεῖν ἀνθρώπῳ δυνατόν, καταξιώσῃς, πέμψον μοι ἄνθρωπον γινώσκοντά Σε, ἵνα ὡς Σοί δουλεύσας αὐτῷ καί πάσῃ δυνάμει μου ὑποταγείς καί τό σόν ἐν τῷ ἐκείνου θελήματι ποιήσας θέλημα, εὐαρεστήσω Σοι τῷ μόνῳ Θεῷ καί καταξιωθῶ Σου κἀγώ τῆς Βασιλείας Σου ὁ ἁμαρτωλός»4. Δηλαδή: «Κύριε, Ἐσύ πού δέν θέλεις τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά ἀντίθετα τό νά ἐπιστρέψει ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά ζήσει, Ἐσύ πού κατέβηκες γι’ αὐτό τό σκοπό στή γῆ, ὥστε νά ἀναστήσεις αὐτούς πού εἶναι πεσμένοι καί θανατωμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά τούς καταξιώσεις νά Σέ δοῦν, Ἐσένα πού εἶσαι τό ἀληθινό φῶς, ὅσο εἶναι δυνατόν σέ ἄνθρωπο νά Σέ δεῖ, στεῖλε μου ἄνθρωπο πού Σέ γνωρίζει, ἔτσι ὥστε δουλεύοντας σ’ αὐτόν ὡς νά εἶσαι Σύ καί ὑποτασσόμενος μέ ὅλη μου τή δύναμη καί κάνοντας τό δικό Σου θέλημα τηρώντας τό δικό του, νά εὐαρεστήσω, σ’ Ἐσένα τόν μόνο Θεό καί ν’ ἀξιωθῶ καί ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός τῆς Βασιλείας Σου».

Ὁπωσδήποτε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος θέλει τή σωτηρία μας θά μᾶς δώσει αὐτόν πού ζητᾶμε. «Ἄν ζητήσωμεν», μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Συμεών, « χωρὶς ἄλλο θέλει εὕρομεν, διότι δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, οὔτε χαίρεται εἰς τὴν ἀπώλειαν τῶν ἀνθρώπων. Ἄρα γε πῶς εἶναι δυνατόν, ὅταν ἡμεῖς τὸν παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς φανερώσῃ κανένα ἅγιον, καὶ ἀληθινὸν δοῦλον του, διὰ νὰ μᾶς ὁδηγήση εἰς σωτηρίαν, καὶ νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ θελήματά του; πῶς, λέγω, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκρύψῃ τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ νὰ μᾶς ὑστερήσῃ ἀπὸ ὁδηγόν; ὄχι, ὄχι. Δὲν εἶναι δυνατόν. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ πιστεύσωμεν ἀπὸ ἐκεῖνο πού ἔγινεν εἰς τὸν ἑκατόνταρχον Κορνήλιον… Βλέπεις ὅτι ὄχι μόνον τὸ ὄνομα τοῦ ὁδηγοῦ ἐφανέρωσεν ὁ Ἄγγελος, ἀλλά καὶ τὸ ὄνομα ἐκείνου πού τὸν ἐδέχθη, καὶ τὸν τόπον πού ἦταν φιλοξενούμενος· καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμεν ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ μὴν ἀπατηθῇ ὁ Κορνήλιος, καὶ προσκαλέσῃ ἄλλον ἀντὶ διὰ τὸν (σελ. 72) Πέτρον, καὶ καταντήση σέ λύκον, ἀντὶ σέ ποιμένα»5.

Θά πρέπει βέβαια μαζί μέ τήν προσευχή πού θά κάνουμε νά ἔχουμε καί σωστή ζωή γιά νά ἐπιτύχουμε τοῦ ποθουμένου. «Ἄν λοιπὸν θέλεις καὶ σὺ νὰ δείξῃς τὸν ἑαυτόν σου ἀληθινόν, καὶ πιστόν καὶ διαλεκτὸν μαθητὴν τοῦ Χριστοῦ», παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Συμεών, «μεταχειρίσου τέτοιαν ζωήν, κάμε τέτοιας πράξεις, πρόσπεσε, καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸν τοιουτοτρόπως, μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν καὶ προσευχήν, καὶ θέλει ἀνοίξει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς σου, νὰ ἴδῃς τὸν τέτοιον ἄνθρωπον καὶ σύ, καθὼς εἶδε τὸν Ἄγγελον ὁ Κορνήλιος… Καὶ ἄν θέλεις να ἐπιτύχῃς πνευματικὸν καὶ ἅγιον ἄνδρα, καὶ ἀληθινὸν διδάσκαλον, μὴ νομίσεις ὅτι ἠμπορεῖς νὰ τὸν γνωρίσῃς ἀπὸ μόνος σου, καὶ μέ τήν δικήν σου γνῶσιν, διότι αὐτό εἶναι ἀδύνατον. Πρίν ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, καθὼς προείπαμεν, ἀγωνίσου μὲ ἀγαθὰς πράξεις, καὶ μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν καὶ προσευχήν, καὶ μὲ δέησιν ἀδιάκοπον, διὰ νὰ σοῦ γένῃ ὁ Θεὸς συνεργὸς εἰς τοῦτο, καὶ βοηθός»6.

Ἄν ὅμως δέν ζοῦμε σωστά καί δέν τηροῦμε οὔτε τίς βασικές ἐντολές, παρ΄ ὅλο πού τίς γνωρίζουμε, τότε πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐπιτύχουμε ἀνώτερους πνευματικούς διδασκάλους καί καθοδηγητές; «Ἄν καταφρονῇς», ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Συμεών, «ἐκεῖνα τὰ πράγματα πού εὑρίσκονται εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, καὶ εἰς τὴν προαίρεσίν σου, ἀκόμη καὶ ἐκεῖνες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ πού ἠξεύρεις τίς καταφρονεῖς, καὶ δὲν τίς κάμνεις, ἀλλὰ τίς ἀμελεῖς, καὶ δὲν διορθώνεις μήτε τὸν ἑαυτόν σου, μήτε ἐκείνους πού ἔχεις στὴν ἐξουσίαν σου, πές μου, πῶς θέλει νά σοῦ δείξει ὁ Θεὸς διδάσκαλον, πού νὰ σὲ διδάσκῃ τὰ τελειότερα, καὶ ὑψηλότερα; καὶ ὅταν δὲν σοῦ τὸν φανερώση ὁ Θεός, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν εὕρῃς ἐσύ, ἢ νὰ τὸν γνωρίσεις;»7…

Δυστυχῶς πολλοί, ἐπειδή ζοῦν μέ ἀδιαφορία καί ἀμέλεια, ἀναζητοῦν ἰατρούς «πνευματικούς» πού «νά τούς ἀναπαύουν», ὅπως λένε, οἱ ὁποῖοι νά μήν «εἶναι αὐστηροί», ἀλλά νά συμπλέουν μέ τά ἁμαρτωλά θελήματά τους. Παραχωρεῖ τότε ὁ Θεός νά βροῦν τέτοιους τσαρλατάνους ἰατρούς, «πνευματικούς χωρίς Ἅγιο Πνεῦμα», οἱ ὁποῖοι, ὄντες οἱ ἴδιοι ἀθεράπευτοι, ἀδυνατοῦν νά θεραπεύσουν καί αὐτούς πού πηγαίνουν κοντά τους.

«Ἐκείνους», διδάσκει ὁ Ἅγιος Συμεών, «πού καταφρονοῦν τοὺς ἄλλους, καὶ νομίζουν τὸν ἑαυτόν τους πὼς εἶναι σοφοί, καὶ εὑρίσκονται σέ ἀμεριμνίαν, καὶ ἀμέλειαν, καὶ δὲν παρακαλοῦν τὸν Θεόν, καθὼς ὁ Κορνήλιος, καὶ οἱ ὅμοιοί του, μὲ κάθε προθυμίαν, μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν, καὶ μὲ προσευχήν…, τοὺς τοιούτους τοὺς ἀφήνει καὶ ὁ Θεὸς νὰ εὑρίσκωνται μέσα σ’ ἐκείνην τὴν πλάνην, πού ἔπεσαν ἀπό μόνοι τους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ νὰ εἶναι σκοτισμένοι ἀπὸ τὸ σκότος τῶν δικῶν τους παθῶν, καὶ ἐπιθυμιῶν, καὶ θελημάτων, καὶ με το να περιπατοῦν μέσα εἰς αὐτό, σὰν μέσα σέ βαθεῖαν νύκτα, εὑρίσκουν καὶ τέτοιους διδασκάλους. Καὶ μὲ δίκαιον τρόπον.

Ἐπειδὴ ὁ διαφεντευτὴς τοῦ σκότους ἔχει ὁπωσδήποτε καὶ ὑπηρέτες, καὶ μαθητές του ἐκείνους, πού περιπατοῦν μέσα εἰς τὸ σκότος. Αὐτούς τοὺς εὑρίσκουν οἱ τέτοιοι, καὶ τοὺς δέχονται μετὰ χαρᾶς, ὡς ὁμόφρονές τους, καὶ διδάσκονται ἀπὸ αὐτοὺς τὰ ἴδια, ἐκεῖνα πού ἐδιάλεξαν προτήτερα μοναχοί τους, καὶ ἐπρόκριναν νὰ τὰ κάμουν διὰ τὴν ἀπώλειάν τους. Διατὶ ποῖος δὲν τὸ γνωρίζει, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ὁ διάβολος ἐσήκωσεν ἐνάντιον τῶν Προφητῶν, τοὺς ψευδοπροφήτας; ἐναντίον τῶν Ἀποστόλων, τοὺς ψευδαποστόλους; ἐναντίον τῶν Ἁγίων Διδασκάλων, τοὺς ψευδαγίους, καὶ ψευδοδιδασκάλους; καὶ ἀγωνίζεται μὲ διαφόρους τρόπους, καὶ μὲ ψευδολογίες νὰ πλανᾷ τοὺς ἀμελεῖς, καὶ νὰ τοὺς ρίπτῃ μέσα στὸν λάκκον τῆς ἀπώλειας…

Ἐκεῖνοι λοιπὸν πού θέλουν νὰ ἀποφύγουν τοὺς τέτοιους, καθὼς συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος, χρέος ἔχουν νὰ ἀποχωρισθοῦν ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ σκότους. Διότι ἐφ’ ὅσον θέλουν νὰ εἶναι δουλωμένοι εἰς αὐτά, καὶ νὰ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος, δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀποφύγουν αὐτούς τούς διδασκάλους, οὔτε μποροῦν νὰ ἔλθουν στὸ φῶς τῶν ἀληθινῶν διδασκάλων…»8.

Στήν πραγματικότητα, ὅπως δέν ὑπάρχουν ἰατροί αὐστηροί καί ἰατροί ἐπιεικεῖς (ἀλλά μόνο ἀληθινοί θεραπευτές καί τσαρλατάνοι), ἔτσι δέν ὑπάρχουν «αὐστηροί» καί «ἐπιεικεῖς» Πνευματικοί. Ἡ ραθυμία παρακινεῖ τούς ἀνθρώπους νά κάνουν τέτοιες διακρίσεις.

Ὑπάρχουν Πνευματικοί πού ἔχουν Ἅγιο Πνεῦμα καί μποροῦν νά θεραπεύσουν ψυχοσωματικά τούς ἀνθρώπους μέ τήν Θεία Χάρη καί, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὑπάρχουν ψευτο-Πνευματικοί, πού «ἀναπαύουν» ἐπειδή ἀμνηστεύουν τά πάθη τῶν προσερχομένων σ’ αὐτούς, ἀλλά οὐσιαστικά δέν τούς θεραπεύουν.

Γιά τό σῶμα ἐπίσης ὑπάρχουν, ἀπό τήν μία πλευρά, ἰατροί οἱ ὁποῖοι θεραπεύουν διότι γνωρίζουν καί ἐφαρμόζουν τή σωστή θεραπεία καί, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὑπάρχουν ἰατροί-τσαρλατάνοι, πού ἐκμεταλλεύονται καί ἐξαπατοῦν τούς ἀφελεῖς ἀνθρώπους, πού τούς πλησιάζουν. Ὑπάρχουν πολλοί τέτοιοι, οἱ ὁποῖοι ἐπαγγέλλονται νά θεραπεύσουν βαρύτατες καταστάσεις ἀνώδυνα καί γρήγορα, χωρίς ὅμως τή σωστή ἰατρική μεθοδολογία. Ὁ καρκίνος λ.χ. γιά νά θεραπευτεῖ χρειάζεται ἐπώδυνες διαδικασίες καί χρονοβόρες (ἀκτινοβολίες, χημειοθεραπεῖες κ.λ.π.). Δέν θεραπεύεται μέ ἀσπιρίνες ἤ Ρέϊκι καί ἄλλους τσαρλατανισμούς. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί στά Πνευματικά ζητήματα. Θά πρέπει ὁ ἐξομολογούμενος, πού θέλει νά θεραπευθεῖ, νά δεχθεῖ μέ χαρά καί νά τηρήσει-ἀκολουθήσει τό ἐπιτίμιο τοῦ καλοῦ Πνευματικοῦ του, τό ὁποῖο δέν εἶναι τιμωρία ἀλλά τό θεραπευτικό φάρμακο, πού ἀπαιτεῖται (γιά ὅσο χρόνο ὁ Πνευματικός ὁρίσει), ὥστε ὁ ἐξομολογούμενος νά ἰαθεῖ πνευματικά-ψυχοσωματικά.

Ἕνα πρῶτο βασικό κριτήριο μέ τό ὁποῖο θά ἐπιλέξουμε τόν Πνευματικό μας εἶναι τό ἄν εἶναι ὁ ἴδιος θεραπευμένος κεκαθαρμένος καί φωτισμένος.

«Ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν, ἐπιγνώσεσθε αὐτούς»9 μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Θά πρέπει νά ἐξετάσουμε ἄν ἔχει τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φανερό. Δηλαδή ἄν ἔχει ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, ἀγαθωσύνη, πίστη, πραότητα καί ἐγκράτεια. Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐνεργό σ’ αὐτόν, τότε ὁπωσδήποτε θά ἔχει τήν διάκριση τῶν πνευμάτων. Τότε μπορεῖ νά μᾶς καθοδηγήσει σωστά διακρίνοντας τούς λογισμούς μας, ἄν εἶναι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἤ ἀπό τό πνεῦμα τοῦ ἀντιθέτου, τοῦ ἐχθροῦ μας διαβόλου.

Ἄν ἀντίθετα ὁ καρπός του δέν εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀλλά τοῦ πονηροῦ, δηλαδή ἄν ἔχει κενοδοξία, φιλαργυρία, θυμό, φιληδονία, λαιμαργία, γαστριμαργία, ὑπερηφάνεια, μίσος, κατάκριση κ.λ.π., τότε εἶναι φανερό ὅτι δέν πρέπει νά τόν πλησιάσουμε. «Ὅταν τινὰς», παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Συμεών, «ἔχει φροντίδας, καὶ περισπασμούς, ὡσὰν νὰ εἶναι ἀθάνατος εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, καὶ καταγίνεται νύκτα καὶ ἡμέραν, εἰς τὰ κοσμικὰ πράγματα μοναχά, καὶ τεχνεύεται τρόπους, πῶς νὰ κερδίση καὶ κτίζει σπίτια καλά, καὶ πολυέξοδα, …καὶ κάμνει εἰς τὸν ἑαυτόν του κάθε ἄλλην σωματικὴν περιποίησιν, καὶ σαρκικὴν ἀπόλαυσιν, ὁ τοιοῦτος (εἰπέ μου) γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του; ὄχι… Καὶ ἐκεῖνος πού δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του, καὶ τὴν κατάστασίν του, πῶς θά μπορέσει νὰ γνωρίσῃ ἄλλον, ἢ τὰ πάθη τοῦ ἄλλου;»10. Αὐτός εἶναι ἀνίκανος νά θεραπεύσει ἄλλους, ἀφοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ἀθεράπευτος. Τότε βέβαια πρέπει νά φύγουμε μακρυά ἀπό ἕναν τέτοιο, ὁ ὁποῖος παριστάνει τόν Πνευματικό ὁδηγό.

Ἕνα δεύτερο βασικό κριτήριο εἶναι τό ἄν κάνει ζωή ἀσκητική, μιμούμενος τήν ζωή τῶν ὀρθοδόξων Ἁγίων.

«Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς σέ ὁμιλία του «εἰς τό τῆς Καινῆς Κυριακῆς εὐαγγέλιον» συνιστᾶ: κάθε Χριστιανός, μετά τόν ἐκκλησιασμό, κατά τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, «ζητείτω μετ’ ἐπιμελείας» (ἄς ζητήσει μέ ἐπιμέλεια) κάποιον πού, μιμούμενος τούς Ἀποστόλους οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν μέσα στό ὑπερῶο μετά τήν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, «κατάκλειστος ὡς τά πολλά διαμένει διά τῆς ἐν ἡσυχίᾳ προσευχῆς καί ψαλμωδίας καί τῆς ἄλλης καταλλήλου διαίτης ποθῶν τόν Κύριον»(Δηλ. Μένει τόν περισσότερο καιρό ἔγκλειστος ποθώντας τόν Κύριο διά τῆς προσευχῆς καί ψαλμωδίας πού γίνεται μέσα στήν ἡσυχία καί διά μέσου τῆς ἄλλης κατάλληλης δίαιτας). Ἄς προσέλθῃ τότε σέ ἐκεῖνον, ἄς εἰσέλθῃ μέ πίστη στόν οἰκίσκο ἐκείνου «καθάπερ οὐράνιον τινα χῶρον ἔνδον ἔχοντα τήν ἁγιαστικήν τοῦ Πνεύματος δύναμιν» (ὅπως ἀκριβῶς σέ κάποιο οὐράνιο χῶρο πού ἔχει μέσα του τήν ἁγιαστική δύναμη τοῦ Πνεύματος), ἄς παρακαθήσῃ μέ τόν ἔνοικο, ἄς παραμείνῃ μαζί του καί ἄς ρωτήσῃ «περί Θεοῦ καί τῶν θείων», μαθαίνοντας μέ ταπείνωση καί ἐπικαλούμενος τήν εὐχή του. Τότε, λέγει ὁ ἅγιος, γνωρίζω καλά ὅτι θά ἔλθῃ σ’ αὐτόν ἀοράτως ὁ Χριστός «καί τήν εἰρήνην ἔνδον τῷ λογιζομένῳ τῆς ψυχῆς παρέξει καί τῇ πίστει προσθήσει καί τόν στηριγμόν ἐπιδώσει καί μετά τῶν ἐκλεκτῶν κατατάξει κατά τόν καιρόν ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν»11 (Δηλ. Καί τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς ἐσωτερικά στόν λογιζόμενο θά προσφέρει καί στήν πίστη θά προσθέσει καί τό στηριγμό θά δώσει καί μαζί μέ τούς ἐκλεκτούς θά κατατάξει κατά τόν ὁρισμένο καιρό στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν).

Ἕνα τρίτο βασικό κριτήριο εἶναι τό ἄν ἔχει τήν ἔξωθεν καλή μαρτυρία. Ἄν δηλαδή ἄνθρωποι χριστιανοί ὀρθόδοξοι μέ ζωντανή πίστη καί ὀρθή ζωή βεβαιώνουν γι’ αὐτόν ὅτι εἶναι Πνευματικός ἀληθινός καί ὅτι ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό ὁπωσδήποτε, «διά τῶν ἐπακολουθούντων σημείων» θά βεβαιώνει τά λόγια του καί θά μαρτυρεῖ γιά τή θεάρεστη ζωή του. Οἱ καλοί μαθητές του, τά εὐλογημένα πνευματικά του παιδιά, ἄν ὑπάρχουν, θά εἶναι οἱ ζωντανές ἀποδείξεις- καρποί τῆς θεοφώτιστης ποιμαντικῆς του καθοδήγησης.

Ἕνα τέταρτο κριτήριο εἶναι τό ἄν ἡ διδασκαλία του εἶναι ὀρθόδοξη, σύμφωνη μέ τούς Ἁγίους Πατέρες καί μέ ὅ,τι διαχρονικά διδάσκει ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἕνα πέμπτο κριτήριο μπορεῖ νά ἀποτελέσει ἡ προσωπική μας πεῖρα: Τό ἄν θεραπευόμαστε ἤ ὄχι ἀκολουθώντας τίς συμβουλές του. Ἄν εἶναι καλός Πνευματικός ἰατρός – ὅπως συμβαίνει μέ τούς καλούς ἰατρούς τοῦ σώματος- γρήγορα θά αἰσθανθοῦμε μία καλλιτέρευση στήν πνευματική μας ὑγεία. Ἡ ταπείνωση θά ἀρχίσει νά βλαστάνει μέσα μας. Τότε καταλαβαίνουμε ὅτι βρισκόμαστε κοντά σέ ἀληθινό θεραπευτή καί ὄχι τσαρλατάνο.

Ὅταν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ βροῦμε τόν προσωπικό πνευματικό μας ἰατρό, θά πρέπει νά δοξάσουμε τόν Θεό καί νά φροντίσουμε νά ἀνταποκριθοῦμε φιλότιμα.

2)Ἡ σχέση τοῦ Πνευματικοῦ τέκνου μέ τόν Πνευματικό του Πατέρα


Ἡ διάκριση τοῦ Πνευματικοῦ πρέπει νά εἶναι πολύ μεγάλη, ὥστε νά ὁδηγήσει στήν Πνευματική θεραπεία τό πνευματικό του παιδί. «Καλεῖται (ὁ πνευματικός)» γράφει ὁ π. Σωφρόνιος «πρός ὑψίστην δημιουργίαν, εἰς ἀσύγκριτον τιμήν: νά δημιουργήσῃ θεούς διά τήν αἰωνιότητα ἐν τῷ Ἀκτίστῳ Φωτί»12. Αὐτή ἡ δημιουργία ἀπαιτεῖ βέβαια ὄχι μόνο τήν διάκριση τοῦ Πνευματικοῦ, ἀλλά καί τήν συνεργασία τοῦ μετανοοῦντος-ἐξομολογουμένου.

«Ἀφ’ οὗ μὲ τὴν βοήθειαν, καὶ χάριν τοῦ Θεοῦ καταξιωθῇς νὰ τὸν εὕρῃς (τόν Πνευματικό σου Πατέρα)», διδάσκει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, «τότε δεῖξε εἰς αὐτὸν περισσοτέραν τὴν ἐπιμέλειαν, μεγαλητέραν τὴν προθυμίαν, πολλὴν τὴν ταπείνωσιν, πολλὴν τὴν εὐλάβειαν, ὑπερβολικὴν τὴν τιμήν, τὴν πίστιν καθαράν, καὶ ἀδίστακτον. Ἐπειδὴ διὰ τοὺς τέτοιους εἶπεν ὁ Σωτὴρ ἡμῶν καὶ Θεός. «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς, ἐμὲ δέχεται»… Συγκολλήσου μαζί του μὲ ἀγάπην, καὶ πίστιν, καὶ μὲ φόβον, καὶ πόθον, ὡσὰν νὰ ἤσουν μαζὶ μὲ αὐτὸν τὸν ἴδιον τόν Χριστόν, διὰ νὰ ἀξιωθῇς μὲ τὸ μέσον αὐτοῦ, νὰ ἑνωθῇς καὶ μὲ αὐτὸν τὸν Χριστόν, καὶ νὰ γένης συμμέτοχος, καὶ συγκληρονόμος τῆς αἰωνίου δόξης, καὶ βασιλείας Του».

Ὅπως ὁ ἀσθενής ἐμπιστεύεται καί ἀγαπᾶ τόν ἰατρό του, ἔτσι θά πρέπει κι ἐμεῖς νά ἐμπιστευόμαστε τόν Πνευματικό μας ἰατρό. «Μᾶλλον πρέπει νά ἔχουμε περισσότερη ἐμπιστοσύνη καί ἀγάπη, ὅταν ληφθῇ ὑπ’ ὄψη ἡ διαφορά μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Στόν Πνευματικό, διδάσκει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, βρίσκεται αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι «τό στόμα τοῦ Θεοῦ»… Ὅπως ἀκολούθησαν οἱ Ἀπόστολοι τόν Χριστό, ἔτσι νά κάνουμε καί ἐμεῖς. Ὅταν ἀτιμάζουν καί περιφρονοῦν τόν Πνευματικό μας δέν πρέπει νά τόν ἐγκαταλείπουμε. Καί ὅπως ὁ Πέτρος ἔλαβε τήν μάχαιρα καί ἀπέκοψε τό ὠτίον, «λάβε τήν μάχαιραν καί τήν χείρα ἐκτείνας, μή τό ὠτίον μόνον ἀλλά καί τήν χεῖρα καί τήν γλῶσσαν ἀπόκοψον τοῦ ἐπιχειροῦντος λέγειν κατά τοῦ σοῦ πατρός ἤ αὐτοῦ ἅπτεσθαι» (Δηλ. Πάρε τό μαχαίρι καί ἀφοῦ ἐκτείνεις τό χέρι, ὄχι μόνο τό αὐτί ἀλλά καί τό χέρι καί τήν γλῶσσα ἀπόκοψε ἀπό αὐτόν πού ἐπιχειρεῖ καί λέγει ἐναντίον τοῦ Πατέρα σου τοῦ Πνευματικοῦ ἤ τολμᾶ νά τόν ἀγγίξει). Ἐάν τόν ἀρνηθῇς, νά κλαύσῃς ὡς ὁ Πέτρος. Ἐάν τόν δεῖς, λέγει ὁ ἅγιος Συμεών, νά σταυρώνεται, τότε ἄν μπορῇς «συναπόθανον» μετ’ αὐτοῦ. Ἄν αὐτό εἶναι ἀδύνατον τότε μή προστεθῇς στούς προδότας καί κακούργους. «Ἐάν ἀφεθῇ τῶν δεσμῶν, πάλιν πρόσελθε καί ὡς μάρτυρα αὐτόν σεβάσθητι· εἰ δέ συναποθάνῃ τοῖς πειρασμοῖς, τό σῶμα αὐτοῦ παρρησιαζόμενος ζήτησον· καί τίμησον περισσότερον μᾶλλον ἤ ὅτε ἐμψυχομένῳ παρίστασο καί μύροις ἀλείψας πολυτελῶς ἐνταφίασον»13(Δηλ. Ἄν ἀφεθεῖ ἀπό τά δεσμά πάλι πήγαινε κοντά του καί σεβάσου τον ὡς μάρτυρα. Ἄν πεθάνει μαζί μέ τούς πειρασμούς, μέ παρρησία ζήτησε τό σῶμα του. Καί τίμησέ τον περισσότερο ἀπό ὅτι ὅταν ἦταν τό σῶμα του ἔμψυχο κοντά σου καί ἀφοῦ τό ἀλείψεις μέ πολυτελῆ μύρα ἐνταφίασέ το).Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι τόν πνευματικό πατέρα, τόν θεραπευτή, τόν θέτει στήν θέση τοῦ Χριστοῦ»14.

Πολλές φορές, δυστυχῶς, τά πνευματικά παιδιά μέ μεγάλη εὐκολία ἐγκαταλείπουν τόν Πνευματικό τους Πατέρα. «Πρὸς τὸν ἱερέα», παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος, «συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ὡς καὶ πρὸς τὸν Θεόν: Ἀπορρίπτουν αὐτὸν μετὰ φοβερᾶς εὐκολίας ὡς τι τὸ ἄχρηστον, μετὰ τῆς βεβαιότητος ὅτι εὐθὺς ὡς θὰ ἔχουν τὴν ἀνάγκην αὐτοῦ, θὰ καλέσουν αὐτὸν καὶ οὗτος δὲν θὰ ἀρνηθῇ νὰ ἔλθῃ»15.

Ὅταν, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, βροῦμε τόν καλό Πνευματικό ἄς μήν τόν ἀλλάξουμε, ὅσο αὐτός βρίσκεται στή ζωή αὐτή. Ποτέ δέν ὠφελοῦνται ἐκεῖνοι πού γυρίζουν ἀπό Πνευματικό σέ Πνευματικό. Εἴτε ἀπό ἄγνοια τό κάνουν, εἴτε ἀπό ἐγωισμό. Μόνο ὅταν ἕνας Πνευματικός μᾶς παρακολουθεῖ συστηματικά, μᾶς γνωρίζει καλά, ὁπότε καί μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει οὐσιαστικά στόν ἀγῶνα γιά τήν κάθαρση καί στήν πορεία πρός τή σωτηρία. Οὔτε βέβαια εἶναι σωστή ἡ πρακτική νά ἔχουμε δύο Πνευματικούς καί νά λέμε κάποια ἁμαρτήματα στόν ἕνα καί κάποια στόν ἄλλο.

Ἄς μήν τόν ἐγκαταλείπουμε ποτέ τόν καλό μας Πνευματικό Πατέρα16 .

Μερικοί βλέπουν καί θέλουν τόν Πνευματικό Πατέρα ὡς ἕναν φίλο τους, ὁ ὁποῖος θά ἔχει ἀπεριόριστο χρόνο γιά νά συζητᾶ μαζί τους τά πάντα. Αὐτό ὅμως ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι ἀδύνατο. Ὁ Πνευματικός εἶναι Πατέρας συνήθως «ὑπερπολύτεκνος» μέ δεκάδες, ἑκατοντάδες καί κάποτε χιλιάδες Πνευματικά παιδιά. Εἶναι ἐπίσης καί αὐτός ἄνθρωπος μέ 24 ὧρες στή διάθεσή του κάθε ἡμέρα -ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι- καί μέ τίς συνηθισμένες ἀνθρώπινες ἀνάγκες καί ἀντοχές. Εἶναι ἀδύνατον νά ἀνταποκριθεῖ στήν ἐπιθυμία κάποιων πού τόν θέλουν διαθέσιμο κάθε στιγμή καί γιά πολύ χρόνο. Ὁπωσδήποτε ἀγαπάει τά Πνευματικά του παιδιά καί εἶναι παραπάνω ἀπό φίλος· εἶναι Πατέρας πού πονάει καί προσεύχεται γιά ὅλα τά Πνευματικά του παιδιά. Δέν θά πρέπει νά τοῦ στεροῦμε τόν πολύτιμο χρόνο μέσα στόν ὁποῖο θά πρέπει νά κάνει καί ἐκεῖνος τά Πνευματικά του καθήκοντα, νά προσευχηθεῖ, νά ἐπικοινωνήσει μέ ὅλα τά πνευματικά του παιδιά ἐξ ἴσου καί νά ἐπικεντρώσει τήν προσοχή του σ’ αὐτά, πού κινδυνεύουν περισσότερο ἤ τώρα μόλις ἀρχίζουν τήν πνευματική τους ζωή. Μιλώντας του δέν θά πρέπει νά χρονοτριβοῦμε καί νά τόν κουράζουμε μέ ἀνούσιες ἀναφορές καί λεπτομέρειες. Ἄς ἔχουμε κατά νοῦ ἀκριβῶς διαμορφωμένο τό ἐρώτημα πού θά τοῦ ἀπευθύνουμε ἤ τό συγκεκριμένο ἁμάρτημα πού θέλουμε νά τοῦ ἀναφέρουμε. Ἔτσι δείχνουμε ἔμπρακτα τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη, πού ἔχουμε πρός αὐτόν ἀλλά καί πρός τά ἄλλα Πνευματικά μας ἀδέλφια, πού ἴσως ἔχουν καί σοβαρότερα προβλήματα ἀπό αὐτά πού ἔχουμε ἐμεῖς.

Τό ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ γίνεται πολύ δύσκολο ὅταν συκοφαντεῖται ἤ διαβάλλεται ἀπό τά ὑποτιθέμενα πνευματικά του παιδιά:

«Οὐδόλως εἶναι ἁπλοῦν εἰς τὸν μοναχὸν», παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «νὰ βαστάσῃ τὸν κόπον τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Καὶ τοῦτο διότι εἶναι μὲν εὐεργετικὴ εἰς αὐτὸν προσωπικῶς ἡ περὶ αὐτοῦ λίαν ἀρνητικὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων … ὅμως … πᾶς ἀρνητικὸς λόγος περὶ αὐτοῦ ἐμπνέει δυσπιστίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκην καθοδηγήσεως, παρηγορίας καὶ στηριγμοῦ. Ἡ λύπη αὐτοῦ γίνεται διπλῆ: Λυπεῖται δι’ ἑαυτόν, διότι ζῆ ἀναξίως πρὸς τὴν κλῆσιν αὐτοῦ, λυπεῖται καὶ διὰ τὴν ζημίαν, τὴν ὁποίαν ὑφίσταται ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ὅταν καταστρέφηται τὸ κύρος τῶν ἱερουργῶν. Ἡ ἀνυπακοὴ εἰς τὸν λόγον τῶν Πνευματικῶν πατέρων εἶναι ἰσοδύναμος πρὸς τὴν ἀπόρριψιν τοῦ λόγου τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ ἀκούων ὑμῶν Ἐμοῦ ἀκούει καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς Ἐμὲ ἀθετεῖ»17.

Ἄλλοτε, τά πνευματικά παιδιά πού προηγήθηκαν στή γνωριμία μέ τόν Πνευματικό, ἐμποδίζουν τά πνευματικά παιδιά πού προσέρχονται ἀργότερα καί βάζουν προσκόμματα στόν ἴδιο τόν Πνευματικό ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς «ἀγάπης» καί τῆς «περιφρούρησης» τοῦ Πνευματικοῦ.

«Εἷς ἐπίσκοπος» διηγεῖται ὁ μακαριστός π. Σωφρόνιος «ὅστις μετὰ θέρμης παρέδωκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῶν πασχόντων … ἔγραψεν εἰς ἐμέ: «Ἤρχισα νὰ φοβοῦμαι τὴν ἀγάπην». Βραδύτερον κατενόησα τοὺς λόγους αὐτοῦ ὡς ἑξῆς: Ἐκεῖνοι, οἵτινες ὠφελήθησαν ὑπ’ αὐτοῦ, προσεκολλῶντο εἰς αὐτόν, καὶ κατ’ ἀρχὰς ἐβοήθουν αὐτὸν ἐν τῇ ἁγίᾳ αὐτοῦ διακονίᾳ· ἐν συνεχείᾳ ὅμως κερδίσαντες τὴν ἐμπιστοσύνην αὐτοῦ καὶ γενόμενοι ἀπαραίτητοι δι’ αὐτόν, ἐπεβουλεύοντο τὴν ἐλευθερίαν αὐτοῦ παρεμβάλλοντες πανταχοῦ δυσκολίας, ὅτε οὗτος παρέδιδεν ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἐσχάτως προσερχομένους. Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὅτε παρέλαβον τὴν ἐπιστολήν, δὲν κατενόουν εἰσέτι τὸ φοβερὸν νόημα τῶν λόγων αὐτοῦ. Διηνοίχθη εἰς ἐμὲ τοῦτο κατὰ τοὺς χρόνους τῆς διακονίας μου ἐν Εὐρώπῃ»18.

Ἴσως ἡ πιό δύσκολη περίπτωση γιά τόν Πνευματικό εἶναι, ὅταν ὁ τάχα ὑποτακτικός-πνευματικό παιδί ἔχει «κλειδωθεῖ» στίς ἀντιλήψεις του καί βλέπει διαμετρικά ἀντίθετα τά πράγματα ἀπ’ ὅτι εἶναι στήν πραγματικότητα. Τότε παρεξηγεῖ κάθε ἐνέργεια τοῦ Πνευματικοῦ του καί τόν κατακρίνει γιά ὅλα.

«Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐννοήσῃ τις τοὺς ἀνθρώπους», παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος, καὶ συνεχίζει: «Οὗτοι εἴτε εἶναι τυφλοὶ καὶ «οὐκ οἴδασι τί ποιοῦσι», εἴτε πάσχουν ὑπὸ πνευματικοῦ καὶ νοεροῦ δαλτωνισμοῦ (πάθησις ὀφθαλμῶν μὴ ἐπιτρέπουσα τὴν διάκρισιν τῶν χρωμάτων). Συχνάκις βλέπουν τὰ πράγματα εἰς διαμετρικῶς ἀντίθετον φωτισμόν, ὁμοίως πρὸς τὸ ἀρνητικὸν φωτογραφίας … Νὰ γνωρίσῃ τις τότε τὴν πραγματικὴν ἀλήθειαν τῆς ζωῆς ἀποβαίνει πλέον ἀδύνατον. Ἐν τοιαύτῃ καταστάσει δὲν ἀπομένει χῶρος δι’ οὐδένα λόγον. Οὗτοι διάκεινται ἐχθρικῶς πρὸς τὰς κινήσεις τῆς ἁγίας ἀγάπης. Ἡ ὑπομονητικὴ ταπείνωσις ἐκλαμβάνεται ὡς ὑποκρισία. … διά τοῦ ὅλου κλίματος ὅπερ δημιουργοῦν διὰ τῆς στάσεως αὐτῶν, δυσχεραίνουν τὴν παρουσίαν τοῦ ἱερέως καὶ ἐν ταυτῷ κατακρίνουν αὐτὸν ὅτι ἀποφεύγει τὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν ὑπὸ παρομοίας συνθήκας, καὶ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι τέλος»19. Τέλος μέ τήν ὑποκίνηση τοῦ διαβόλου μπορεῖ νά φθάσει τό Πνευματικό τέκνο νά μισήσει τόν Πνευματικό του Πατέρα. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ διαβόλου νά ἀποκόψει τό πνευματικό παιδί ἀπό τόν Πνευματικό του ὁδηγό. Τότε αὐτό εἶναι εὔκολη λεία γιά τόν νοητό λέοντα «πού περιέρχεται ζητώντας ποιόν νά καταπιεῖ». Γιά νά λυτρωθεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, θά πρέπει ἀμέσως νά τό ἐξομολογηθεῖ.

Πολλοί ἄνθρωποι βέβαια, δυστυχῶς, ὄχι μόνον δέν ἐξομολογοῦνται καθόλου, ἀλλά καί μισοῦν τούς Πνευματικούς Πατέρες.. «Οἱ ἄνθρωποι», γράφει ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «ἠγάπησαν τό σκότος, ἐν τῷ ὁποίῳ ἐνοικεῖ ὁ θάνατος, καί ἀπορρίπτουν τό Φῶς Ὅπερ εἶναι ζωή, καί πρόσκαιρος καί αἰώνιος. … Διά τόν λόγον ὅτι οἱ πνευματικοί φέρουν τό φῶς τῆς ζωῆς, πολλοί ἄνθρωποι μισοῦν τούς λειτουργούς τοῦ Χριστοῦ, καθώς καί πρότερον ἐμίσησαν καί Αὐτόν τόν Κύριον: «… Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν …»20.

3) Τό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολογήσεως γιά τόν Πνευματικό καί τόν ἐξομολογούμενο.


Κάποιοι δυσκολεύονται νά προσέλθουν στό πανίερο Μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως μέ τήν σκέψη ὅτι ὑπάρχει πιθανότητα ὁ Πνευματικός νά κοινοποιήσει τήν ἐξομολόγησή τους. Αὐτό βεβαίως εἶναι ἕνα ἀκόμη δαιμονικό τέχνασμα πού σκοπό ἔχει νά τούς κρατήσει μακρυά ἀπό τό Μυστήριο καί τή λύτρωση πού παρέχει. «Τό Μυστήριο εἶναι «ἀπόρρητο». Δέν ἔχει δικαίωμα οὔτε ὁ Πνευματικός νά ἀνακοινώσει τίποτε ἀπ’ ὅσα ἄκουσε στήν Ἐξομολόγηση, οὔτε ἄλλος κανείς νά ζητήσῃ ἤ ν’ ἀπαιτήσῃ πληροφορίες»21. Τό ἀπόρρητο τῆς Ἐξομολογήσεως, ἀναγνωρίζεται καί ἀπό τόν νόμο. «Σύμφωνα μέ τόν κώδικα τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου 983 παρ.1: «τό ἀπόρρητο τοῦ ἐξομολογητηρίου εἶναι ἀπαραβίαστο, ἑπομένως εἶναι ἀπόλυτα ἀπαγορευτικό γιά ἕναν Ἐξομολόγο νά παραδώσει μέ ὁποιονδήποτε τρόπο ἕνα μετανοήσαντα μέ λόγια ἤ ὁποιαδήποτε συμπεριφορά καί γιά κανένα λόγο». Οἱ ἱερεῖς ὀφείλουν νά μήν ἀποκαλύπτουν ὅ,τι ἔχουν μάθει κατά τή διάρκεια μίας Ἐξομολογήσεως σέ κανένα, ἀκόμα καί ἄν ἀπειλεῖται ἡ ἴδια τους ἡ ζωή ἤ ἡ ζωή ἄλλων (ἐδῶ ἔγκειται καί ἡ μοναδικότητα τοῦ ἀπορρήτου του Ἐξομολογητηρίου… Γιά ἕναν Πνευματικό, ἡ παραβίαση τοῦ ἀπορρήτου θά τόν ὁδηγοῦσε αὐτόματα σέ μοιραία καταδίκη καί ἀφορισμό, ἀποδοθέντα ἐκ τῆς Ἱερᾶς Ἐπισκοπῆς (κώδ. τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, 1388 παρ.1)»22.

Ὁ Πνευματικός μας εἶναι ἀνθρωπίνως ὁ ἰατρός-θεραπευτής τῆς ψυχῆς μας. Ἀπαιτεῖται λοιπόν νά τόν περιβάλλουμε μέ τήν ἀνάλογη ἐμπιστοσύνη. Τόν ἐπιλέγουμε προσεκτικά, ἔπειτα ἀπό πολλή προσευχή, προσέχοντας ὥστε νά εἶναι πρόσωπο μέ πίστη, ἀσκητική ζωή καί ἀρετή καί νά ἔχει τήν καλή μαρτυρία τῶν πιστῶν. Ἀπό τήν στιγμή πού θά τόν βροῦμε, θά πρέπει νά ἐξομολογούμαστε τακτικά καί νά μήν τόν ἐγκαταλείπουμε. Πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καί ὄχι ὁ Πνευματικός γινόμαστε αἰτία κοινοποίησης τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, ὅταν τήν ἐμπιστευόμαστε σέ ἀκατάλληλα πρόσωπα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν κἄν τήν ἰδιότητα τοῦ πνευματικοῦ.

Ὅμως τό Μυστήριο καί ὅλα ὅσα λέγονται ὡς συμβουλές, κατευθύνσεις, ἐπιτίμια στή διάρκειά του εἶναι ἀπόρρητα ὄχι μόνο γιά τόν Πνευματικό ἀλλά καί γιά τόν ἐξομολογούμενο.

«Ὁ ἐξομολογούμενος» δέν «πρέπει ν’ ἀνακοινώνῃ ὅσα ἄκουσε, διότι αὐτά ἰσχύουν μόνο γιά τή δική του περίπτωση. Σ’ ἄλλον, ἄλλο φάρμακο, ἀνάλογα μέ τήν ἰδιοσυγκρασία του, καί τήν ἰδιαιτερότητά του θά δώσῃ ὁ Πνευματικός»23.

Χαρακτηριστικό εἶναι τό παράδειγμα τοῦ Ἀββᾶ Ἰωσήφ ἀπό τό Γεροντικό, ὅπου διαφαίνεται ἡ διαφορετική, ἀνάλογα μέ τό πρόσωπο τοῦ ἐξομολογουμένου, καθοδήγηση καί ἡ ἐξατομικευμένη ἀγωγή, ἡ ὁποία προσφέρεται στήν ἐξομολόγηση ἀπό τούς διακριτικούς Πνευματικούς πατέρες, ὅπως ὁ Γέρων Ἰωσήφ. Στό περιστατικό αὐτό παρουσιάζεται καί ὁ σκανδαλισμός πού μπορεῖ νά προκύψει ἀπό τήν κοινοποίηση σέ κάποιον ἄλλον τῆς συμβουλῆς-καθοδήγησης πού πῆρε αὐτός πού ἐξομολογήθηκε. Νά τί συνέβη ἀκριβῶς: Ἐνῶ οἱ δύο μοναχοί ἐρώτησαν τό ἴδιο πρᾶγμα τόν Ἀββᾶ Ἰωσήφ, πῆραν διαφορετικές ἀπαντήσεις. Ἐπειδή ὁ ἕνας εἶπε στόν ἄλλο τήν ἀπάντηση, προέκυψε σκανδαλισμός τόν ὁποῖο τακτοποίησε ὁ Γέροντας Ἰωσήφ.

Τό ἐρώτημα πού τοῦ ἔθεσαν χωριστά ὁ καθένας ἦταν ἄν ἔπρεπε νά ἀφήσουν τά πάθη νά εἰσέλθουν μέσα τους καί ἐκεῖ νά τά πολεμήσουν ἤ νά τά κόψουν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς. Ὁ Γέροντας στόν μέν ἕνα συνέστησε: «ἄφες αὐτά εἰσελθεῖν καί πολέμησον μετ’ αὐτῶν», καί αὐτό γιά νά γίνῃ δοκιμότερος. Στόν ἄλλο ὅμως πού ἦταν πνευματικά πιό ἀδύνατος τοῦ εἶπε: «Μή ἀφήσῃς ὅλως εἰσελθεῖν τά πάθη, ἀλλ’ εὐθέως ἔκκοψον αὐτά»24. Κατόπιν συζήτησαν μεταξύ τους ὅ,τι τούς εἶπε ὁ Γέροντας καί σκανδαλίσθηκαν γιά τήν διαφορετική ἀπάντηση στήν ἴδια ἐρώτηση. Ὁ Γέροντας τούς ἔλυσε τόν σκανδαλισμό λέγοντάς τους ὅτι στόν καθένα εἶπε αὐτό πού τοῦ ἦταν τό πλέον συμφέρον γιά τήν πνευματικό του ἀγῶνα καί τήν πνευματική του πρόοδο.

Πολλές φορές δημιουργοῦνται «μπερδέματα», σκανδαλισμοί καί παρερμηνεῖες ἀπό αὐτήν τήν δημοσιοποίηση πού κάνουν κάποιοι ἐξομολογούμενοι τῶν ὅσων εἰπώθηκαν στήν ἐξομολόγηση. Πρέπει νά τό καταλάβουμε. Τό ἀπόρρητο τῆς Ἐξομολόγησης δέν ἰσχύει μόνο γιά τόν Πνευματικό ἀλλά καί γιά τόν ἐξομολογούμενο. Τό φάρμακο τοῦ ἑνός μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ φαρμάκι γιά τόν ἄλλο. Ὁ πνευματικός θεραπευτής εἶναι ἐκεῖνος πού μᾶς καθορίζει τό εἶδος τοῦ ἀγῶνος καί τῆς πάλης πού ταιριάζει ἀποκλειστικά σ’ ἐμᾶς. Κανένας ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπόλυτα ὅμοιος μέ κάποιον ἄλλον. Καθένας εἶναι διαφορετικός καί μοναδικός ὄχι μόνο σέ σχέση μέ τούς ἄλλους, ἀλλά καί μέ τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό ὅπως αὐτός παρουσιάζεται στίς διάφορες χρονικές στιγμές καί περιστάσεις25. Γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται ἡ προσωπική ἀναφορά τοῦ κάθε πιστοῦ σέ διακριτικό Πνευματικό, δηλαδή σέ Πνευματικό πού ἔχει τήν διάκριση τῶν πνευμάτων. Αὐτός ἐφαρμόζει τήν ἐξατομικευμένη ἀγωγή -πάντα ὅμως μέσα στό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας- καί αὐτός μόνο μπορεῖ νά θεραπεύσει τίς ψυχές τῶν προσερχομένων μέ τήν Θεία Χάρη. Τό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολόγησης ἰσχύει καί γιά τόν Πνευματικό καί γιά ἐμᾶς. Ὅ,τι θά μᾶς πεῖ ὡς προσωπικό κανόνα ἤ ὡς καθοδήγηση στά διάφορα προσωπικά μας θέματα, ἰσχύει μόνο γιά ἐμᾶς καί δέν εἶναι πρός κοινοποίηση. Εἴθε νά λειτουργοῦμε σωστά κάθε φορά πού ἐξομολογούμαστε, ὥστε νά καρπωνόμαστε τή μέγιστη ὠφέλεια ἀπό τό φιλανθρωπότατο τοῦτο μυστήριο.

4)Περιμένοντας ἔξω ἀπό τό ἐξομολογητήριο

Προσοχή! Ὄχι κατάκριση ἤ γογγυσμός ἐναντίον ἐκείνων πού χρονίζουν στήν ἐξομολόγηση.

Περιμένοντας γιά ἐξομολόγηση δέν θά πρέπει νά δυσανασχετοῦμε, ἤ νά πιέζουμε τόν Πνευματικό νά μᾶς δεχθεῖ γρήγορα, ἤ νά κατακρίνουμε αὐτόν πού θεωροῦμε ὅτι ἄργησε πολύ κατά τήν ἐξαγόρευσή του. Μπορεῖ νά τόν κράτησε ὁ Πνευματικός λίγο περισσότερο διότι ὑπάρχει πνευματικός λόγος. Ἄν κάποιος πράγματι βιάζεται καί πρέπει νά φύγει σύντομα, θά πρέπει νά τοῦ δίνουμε τή σειρά μας. Ἄς ἔχουμε ἰδιαίτερα ἐκείνη τήν ἱερή ὥρα τῆς ἀναμονῆς γιά ἐξομολόγηση ἀγάπη πρός ὅλους, σεβασμό, σιωπή, συντριβή καί προσευχή.

5)Μέσα στό ἐξομολογητήριο

Μερικοί βασικοί κανόνες γιά μία σωστή ἐξομολόγηση:

1ον)Ὀφείλεις νά ὁμολογήσεις «ὅλες τίς ἁμαρτίες σου, ὅπως ἀκριβῶς ἔγιναν. Τίποτα δέν θά κρύψεις, τίποτα δέν θ’ ἀλλοιώσεις, σέ κανέναν ἄλλο δέν θά ρίξεις ὁποιεσδήποτε εὐθύνες γιά τίς δικές σου πτώσεις. Ἐπίσης, δέν θά ἀρκεσθεῖς σέ μία ξερή «καταλογογραφική» ἀπαρίθμηση τῶν ἁμαρτημάτων, ἀλλά θά κάνεις καί μία γενική παρουσίαση τῆς ψυχικῆς σου καταστάσεως, τῶν παθῶν καί τῶν ροπῶν σου, τῶν ἐλαττωμάτων καί τῶν ἀδυναμιῶν σου, ἔτσι ὥστε ὁ πνευματικός, σάν γιατρός ψυχῶν, νά σχηματίσει σφαιρική εἰκόνα τῆς ἀσθένειάς σου καί νά σέ βοηθήσει ἀποτελεσματικά στή θεραπεία της»26. Ἄν κρύψεις σκόπιμα (ὄχι ἐπειδή ξέχασες) κάποιες ἤ ἔστω μία ἁμαρτία, ἐπειδή ντράπηκες, μένεις ἀσυγχώρητος καί γιά τίς ἄλλες πού εἶπες. Εἶναι γνωστή ἡ ἱστορία μέ τόν διακριτικό, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε τά φίδια (δαίμονες-πάθη) νά βγαίνουν ἀπό τό στόμα ἐκείνου πού ἐξομολογεῖτο. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἐξομολογούμενος ἔκρυψε μία ἁμαρτία ἐπειδή ντράπηκε, τό φίδι πού ἀντιστοιχοῦσε στήν ἀνεξομολόγητη ἁμαρτία, ὄχι μόνο δέν βγῆκε, ἀλλά καί ὅλα τά ὑπόλοιπα φίδια(δαίμονες-πάθη) πού εἶχαν βγεῖ ξαναμπῆκαν στόν ταλαίπωρο καί ἀτελῶς ἐξομολογηθέντα ἄνθρωπο.

2ο) Ὁ τρόπος περιγραφῆς τῶν ἁμαρτιῶν ἀπό μέρους σου πρέπει νά εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικός, ὥστε νά συνδυάζει τήν ἀκρίβεια, τήν λιτότητα, τήν σαφήνει καί τή σεμνότητα. Δηλαδή, θά ἀναφέρεις συνοπτικά καί χωρίς πολλά λόγια τίς συνθῆκες καί τά ἐπιμέρους στοιχεῖα κάθε ἁμαρτίας — τό ποῦ, τό πῶς, τό πότε κ.λ.π. — γιά νά καταλάβει ὁ πνευματικός τό βάρος της. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, πάλι, πρέπει ν’ ἀποφεύγεις τίς λεπτομερεῖς καί φλύαρες ἀφηγήσεις, πού εἶναι κουραστικές, κάποτε μάλιστα καί σκανδαλιστικές. Ἴσως μάλιστα ὑποκρύπτουν καί μία τάση ἀνθρωπαρέσκειας καί δικαιολόγησης τοῦ ἑαυτοῦ σου μπροστά στόν Πνευματικό. Αὐτές οἱ ἀνούσιες λεπτομέρειες, μήτε ἐσένα ὠφελοῦν μήτε τόν Πνευματικό. Ἄς σημειωθεῖ ἰδιαίτερα, ὅτι, ἄν ἁμάρτησες μαζί μέ ἄλλο ἤ ἄλλα πρόσωπα (λ.χ. ἔκανες μία κλοπή μέ μερικούς φίλους σου ἤ ἔπεσες σέ σαρκικό ἁμάρτημα μέ κάποιο πρόσωπο), καλύτερα εἶναι νά μήν ἀποκαλύψεις τήν ταυτότητά τους. Μετανόησε ἐσύ γιά τό δικό σου ἁμάρτημα, καί ἄφησέ τους αὐτούς στήν κρίση καί τό ἔλεος τοῦ Κυρίου.

Μία σωστή ἐξομολόγηση ἔχει τά ἀκόλουθα δέκα ἰδιώματα:


1. Εἶναι σύντομη ἀλλά καί περιεκτική, γίνεται δηλαδή χωρίς παραλείψεις, ἀλλά καί χωρίς περιττολογίες, κενολογίες, ταυτολογίες, λοξοδρομίες ἤ ἀκόμα καί παραμυθολογίες. Ἐκ τῶν προτέρων θά πρέπει νά ἔχουμε κατά νοῦν τί θά ποῦμε (ἤ νά τά ἔχουμε σημειωμένα σ’ ἕνα μικρό χαρτί) καί νά μήν προσπαθοῦμε ἐκείνη τή στιγμή νά θυμηθοῦμε ἤ νά ἀνακαλύψουμε τίς ἁμαρτίες μας.

2. Εἶναι ταπεινή, γίνεται δηλαδή μέ συναίσθηση ἁμαρτωλότητας καί ἐνοχῆς, συναίσθηση πού ἀντανακλᾶται στά λόγια καί στήν ὅλη ἐμφάνιση-στάση τοῦ χριστιανοῦ. Δέν εἶναι σωστό λ.χ. νά κάθεται κανείς σταυροπόδι ἤ νά ἀπαντάει στό κινητό του τήν ὥρα τῆς ἐξομολόγησης. Εἰδικά γιά τό κινητό θά πρέπει ἐκ τῶν προτέρων νά ἔχει φροντίσει, ὥστε νά εἶναι στήν ἀθόρυβη λειτουργία ἤ τελείως ἀπενεργοποιημένο.

3. Εἶναι εἰλικρινής, δέν περιέχει δηλαδή τίποτα λιγότερο καί τίποτα περισσότερο ἀπό τήν καθαρή ἀλήθεια, χωρίς προφάσεις, χωρίς δικαιολογίες, χωρίς ἐνοχοποίηση ὄχι μόνο ἄλλων ἀνθρώπων, μά οὔτε κι αὐτοῦ τοῦ διαβόλου!

4. Εἶναι ἄμεση, γίνεται δηλαδή χωρίς ἀναβολή. Μόλις ἡ συνείδηση σέ ἐλέγξει γιά κάποια ἁμαρτία, πρέπει νά τρέξεις στόν πνευματικό νά τήν ἐξομολογηθεῖς, γιατί δέν ξέρεις ποιά στιγμή θά σ’ ἐπισκεφθεῖ ἀπροειδοποίητα ὁ θάνατος.

5. Εἶναι διακριτική, χαρακτηρίζεται δηλαδή ἀπό εὐθυκρισία, ὀρθοφροσύνη καί σύνεση, καθώς καί ἀπό διατύπωση σαφῆ, προσεκτική καί εὔτακτη.

6. Εἶναι πλήρης, περιλαμβάνει δηλαδή ὅλα τά ἁμαρτήματα· τίποτα δέν πρέπει νά παραλείπεται γιά νά εἰπωθεῖ σέ ἄλλον πνευματικό.

7. Εἶναι τελωνική, γίνεται δηλαδή μέ βαθειά εὐλάβεια καί συντριβή, μέ μίαν ἁγία ντροπή, σάν ἐκείνη τοῦ τελώνη τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς, πού δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό, ἀλλά χτυποῦσε τό στῆθος του κι ἔλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό» (Λουκ. 18:13).

8. Εἶναι μυστική, δηλαδή πέρα ἀπό τόν ἱερέα – πνευματικό καί τόν ἐξομολογούμενο χριστιανό, οὔτε μαθαίνει, οὔτε ἐπιτρέπεται νά μάθει ἄλλος κανείς τό περιεχόμενο τῆς ἐξομολογήσεως. Τό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολόγησης ἰσχύει ὄχι μόνο γιά τόν ἱερέα-Πνευματικό ἀλλά καί γιά τόν ἐξομολογούμενο Ἄν κάποιος – πρᾶγμα ἀπίθανο καί πρακτικά, βέβαια, σχεδόν ἀδύνατο – ἀκούσει τήν ἐξομολόγηση ἄλλου, ἔχει χρέος νά μήν τήν ἀποκαλύψει ποτέ καί σέ κανέναν, ἀλλά νά πάρει μαζί του στόν τάφο ὅ, τι ἄκουσε. Πολύ περισσότερο ὁ Πνευματικός δέν μπορεῖ νά φανερώσει σέ καμιά περίπτωση ἁμαρτίες πού τοῦ ἐξομολογήθηκαν, ἔστω κι ἄν αὐτό τό πληρώσει μέ τή ζωή του.

9. Εἶναι ἀρχή νέας ζωῆς. Μαζί μέ τήν ἐξομολόγηση παίρνεις στερεή ἀπόφαση ν’ ἀγωνιστεῖς εὐσυνείδητα, ὥστε ὄχι μόνο νά μήν ἐπαναλάβεις τά ἁμαρτήματα πού ἐξομολογήθηκες, ἀλλά καί νά ἐπανορθώσεις, ἄν αὐτό εἶναι πρακτικά δυνατό, ὅ, τι κακό ἔκανες (λ.χ. νά ἀποζημιώσεις ὅποιον ἀδίκησες, νά ἐπιστρέψεις κάτι πού ἔκλεψες, νά ζητήσεις συγγνώμη ἀπ’ αὐτόν πού ἔβρισες κ.ο.κ.). Σέ ἀντίθετη περίπτωση ἡ μετάνοιά σου δέν εἶναι ἀληθινή.

10. Συνοδεύεται, τέλος, ἀπό πρόθυμη ἀποδοχή τοῦ ἐπιτιμίου ἤ τοῦ κανόνα, πού ἴσως θά σοῦ ὁρίσει ὁ πνευματικός (νηστεία ἤ ἐλεημοσύνη ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο θεωρήσει πρόσφορο), καί πού δέν ἀποτελεῖ «ποινή» ἤ «τιμωρία», ἀλλά ἕνα θεραπευτικό καί παιδαγωγικό μέσο, πού ἀποσκοπεῖ στήν πνευματική ὑποβοήθηση καί θεραπεία σου»27.

6)Συνήθη λάθη, ἐπιπολαιότητες καί δαιμονικές παγίδες

῞Οταν ὁ πονηρός δέν κατορθώσει νά ἀποτρέψει τούς ἀνθρώπους -μέ τίς συνεχεῖς ἀναβολές πού τούς ὑποβάλλει- ἀπό τόν Πνευματικό, τότε προσπαθεῖ νά ἐκμηδενίσει τήν πνευματική ὠφέλεια τοῦ Μυστηρίου. Κάνει τό πᾶν, ὥστε ὁ προσερχόμενος στό Ἐξομολογητήριο νά μήν ἐξομολογηθεῖ θεαρέστως τίς ἁμαρτίες του.

Ἔτσι βλέπουμε ἀρκετούς, οἱ ὁποῖοι ἐπειδή προσέρχονται ἐπιφανειακά στό Μυστήριο, ἔχουν τή ψευδαίσθηση ὅτι πηγαίνουν γιά συζήτηση καί προσωπική προβολή. Δέν προηγεῖται καμμιά προσευχή, περισυλλογή καί αὐτοκριτική. Τό ὅλο παρουσιαστικό τους καί ὁ τρόπος τῆς ὁμιλίας τους, κάθε ἄλλο παρά μετάνοια φανερώνουν. Κυριευμένοι ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, ἐπιτηδεύονται, προσποιοῦνται, θέλουν νά ἐντυπωσιάσουν. Σκοπός τους δέν εἶναι νά σώσουν τίς ψυχές τους, ἀλλά νά ἀποκτήσουν τήν εὔνοια τοῦ Πνευματικοῦ, ὥστε στό μέλλον νά τούς διευκολύνει στήν πραγματοποίηση ὑλικῶν στόχων καί προσωπικῶν συμφερόντων.

Κατά τή διάρκεια τοῦ Μυστηρίου, διακρίνονται γιά τόν ἐγωϊσμό τους, ὁ ὁποῖος ἐκδηλώνεται μέ αἴσθημα ὑπεροχῆς. Δέν διστάζουν νά ὑποκρίνονται καί νά παρουσιάζονται ὡς δῆθεν εὐσεβεῖς. Προβάλλουν τίς ἀνύπαρκτες ἀρετές τους καί καταγγέλλουν ἤ κατηγοροῦν τούς συνανθρώπους τους. Μιλοῦν μέ γενικότητες καί ἀοριστολογίες καί καταφεύγουν σέ ἄσχετες ἱστορίες, οἱ ὁποῖες τείνουν νά συγχύσουν ἤ καί νά παραπλανήσουν τόν Πνευματικό καί νά ξεθωριάσουν τήν ἱερότητα τοῦ Μυστηρίου.

Ὅταν ἀποφασίσουν νά μιλήσουν γιά τόν ἑαυτό τους, ἐκφράζουν παράπονα γιά νά αὐτοδικαιωθοῦν ἤ νά δικαιολογηθοῦν. Ὅταν ἐπιτέλους μιλήσουν γιά τίς δικές τους ἁμαρτίες, περιορίζονται στά μικρά καί ἀσήμαντα καί ἀποκρύπτουν μέ ἐπιμέλεια τά μεγάλα καί σοβαρά, δῆθεν γιά νά μήν ἐκτεθοῦν στόν Πνευματικό καί χάσει τήν καλή ἰδέα πού ἔχει γι’ αὐτούς. Ἀρέσκονται νά ὑπεισέρχονται σέ περιττές λεπτομέρειες, ὄχι γιατί θέλουν νά διαφωτίσουν καί νά διασαφηνίσουν, ἀλλά γιά νά συσκοτίσουν ἀποκρύπτοντας τήν ἀλήθεια ἀπό τόν Πνευματικό. Αὐτό γίνεται ἀντιληπτό, γιατί ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας ἀποφεύγεται οἱ δέ ἐξομολογούμενοι, λόγῳ τῆς ἀνειλικρίνειάς τους, φεύγουν ἀσυγχώρητοι καί λυπημένοι.

Ἄλλοι, πάλι, γιά νά ἐντυπωσιάσουν, κατά τήν ἐσφαλμένη γνώμη τους, τόν Πνευματικό, ὅτι τἄχα ἔχουν φθάσει σέ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, μιλοῦν γιά ὁράματα καί ὀπτασίες. Στήν ὑπόδειξη τοῦ Πνευματικοῦ νά μήν δίνουν σημασία καί νά μήν ἐπιζητοῦν αὐτά, διαμαρτύρονται καί ἐξανίστανται παρακούοντας τίς συμβουλές του, ἤ κατακρίνοντάς τον ἐσωτερικά ὅτι δέν ἔχει ὁ ἴδιος παρόμοιες δῆθεν πνευματικές ἐμπειρίες, γινόμενοι ἔτσι παίγνιο τῶν πονηρῶν πνευμάτων»28. Σπάνια τά ὁράματα εἶναι ἀπό τόν Θεό.

Γενικά εἶναι πολύ δύσκολη ἡ διάκριση τῶν ὁραμάτων. «Ὁ πνευματικός», γράφει ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «κατά τήν συνάντησιν αὐτοῦ μετά προσώπων ἅτινα διηγοῦνται εἰς αὐτόν περί τῶν ὁράσεων αὐτῶν, μεριμνᾶ πρωτίστως ὅπως ἀσφαλῶς διακρίνῃ τήν ἀληθῆ πηγήν τῆς ὁράσεως ἐάν εἶναι αὔτη ὄντως δεδομένη Ἄνωθεν, ἤ μόνον ἀποκύημα διεγηγερμένης φαντασίας, ἤ συνέπεια ἐπιρροῆς τῶν ἐχθρικῶν πνευμάτων. Τό ἔργον εἶναι ἐνίοτε δύσκολον καί ἄκρως ὑπεύθυνον. Ἐάν τό παρά τοῦ Θεοῦ δοθέν ἐπιγράψωμεν εἰς ἐναντίαν δύναμιν, τότε κινδυνεύομεν νά ἐμπέσωμεν εἰς βλασφημίαν κατά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Καί ἀντιθέτως: Ἐάν δεχθῶμεν δαιμονικήν ἐπίδρασιν ὡς ἐκ τοῦ Θεοῦ προερχομένην τότε ὠθοῦμεν τόν ἐμπεπιστευμένον εἰς ἡμᾶς ἐξομολογούμενον εἰς τήν λατρείαν τῶν δαιμόνων. Συνεπῶς εἶναι ἀπαραίτητος εἰς πάντας ἀνεξαιρέτως τούς Πνευματικούς ἡ θερμή καί διηνεκής προσευχή ἐν γένει καί ἐν ἑκάστῃ ἰδιαιτέρᾳ περιπτώσει, ὅπως Αὐτός ὁ Κύριος διαφυλάξῃ αὐτούς ἀπό σφαλμάτων ἐν τῇ διακονίᾳ αὐτῶν»29.

Τό ὑπόβαθρο τῶν δαιμονικῶν ὁραμάτων εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.

Οἱ ἄνθρωποι μέ ὑπερηφάνεια θά πρέπει νά διαγινώσκονται.
Ὁ Πνευματικός κάποιες φορές μπορεῖ νά χρησιμοποιήσει μία μέθοδο γιά νά διαπιστώσει ἄν ὑπάρχει ὑπερηφάνεια ἤ ταπείνωση στήν ψυχή αὐτοῦ πού διηγεῖται τήν ὅραση.

«Ὅταν ἡ κατάστασις τῶν πραγμάτων», γράφει ὁ π. Σωφρόνιος, «δέν εἶναι σαφής εἰς τόν Πνευματικόν, δύναται οὗτος νά καταφύγῃ εἰς τήν «ψυχολογικήν μέθοδον»: Προτείνει εἰς τόν ἐξομολογούμενον νά μή ἐμπιστεύηται εἰς ἰδιότυπα φαινόμενα παντός εἴδους. Ἐάν ἡ ὅρασις εἶναι ἀληθῶς ἐκ τοῦ Θεοῦ, τότε ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ ἐξομολογουμένου θά ἐπικρατῆ ταπείνωσις καί ἡσύχως θά δεχθῆ τήν συμβουλήν νά εὑρίσκηται οὗτος πάντοτε ἐν νήψει. Εἰς τήν ἀντίθετον περίπτωσιν εἶναι δυνατόν νά ἀντιδράσῃ ἀρνητικῶς ὁ ἐξομολογούμενος ἐπιμένων νά ἀποδείξῃ ὅτι ἡ ὅρασις δέν ἦτο δυνατόν νά προέρχηται ἄλλοθεν εἰ μή ἐκ τοῦ Θεοῦ. Τότε ἔχομεν λόγον νά ἀμφιβάλλωμεν περί αὐτοῦ. Βεβαίως ἡ τοιαύτη μέθοδος δέν εἶναι εἰ μή καταπραϋντικόν τι, καί δέν πρέπει νά προσφεύγωμεν εἰς αὐτήν εὐκόλως. Ἡ πείρα κατέδειξεν ὅτι, ὅταν πειράζῃ τις τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ὠθεῖ αὐτόν εἰς θυμόν καί πικρίαν»30. Ἐπίσης εὔστοχα ἐπισημαίνει: «Ἡ ὑπερηφάνεια συνιστᾶ τόν πυρήνα τῆς πνευματικῆς πτώσεως. Διά τῆς ὑπερηφανείας οἱ ἄνθρωποι ἀποβαίνουν ὅμοιοι πρός τούς δαίμονας. Ἴδιον εἰς τόν Θεόν εἶναι ἡ ταπεινή ἀγάπη, …»31.

Ἔνα μέγα ἐμπόδιο στήν σωστή ἐξομολόγηση εἶναι τό ἴδιον θέλημα, τό ὁποῖο ὁ ἐξομολογούμενος ἀρνεῖται νά ἀπαρνηθεῖ. Εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ ὑπερήφανου τό ἴδιον θέλημα καί ἡ παρακοή. Ἐξομολόγηση, χωρίς διάθεση ὑπακοῆς στίς ὁδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ, δέν ὁδηγεῖ σέ θεραπεία τοῦ ἐξομολογουμένου.

«Αὐτοί πού ἐπιπόλαια ἐξομολογοῦνται», παρατηρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Παῦλος, «δέν γνωρίζουν τί σημαίνει ἐλεύθερη ὑπακοή, γιατί πρώτιστο μέλημά τους εἶναι ἡ ἐκτέλεση τοῦ ἰδίου θελήματος. Ἐφαρμόζουν δικό τους πρόγραμμα πνευματικῆς ζωῆς καί δέν ἐπιδέχονται καμιά νουθεσία. Ὁ Πνευματικός, τούς ἀκούει κατά τήν διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεώς τους μέ προσοχή καί προσευχή καί ἀντιλαμβάνεται τήν ἀμετανοησία τους καί τήν ἔλλειψη ἀγαθῆς διαθέσεως ἐκ μέρους τους. Ὅταν ἀρχίσει νά τούς νουθετεῖ τόν διακόπτουν. Ὅταν μέ ταπείνωση τούς παρατηρεῖ καί ὑποδεικνύει τά σφάλματά τους, ἐξανίστανται καί δέν θέλουν νά τά παραδεχθοῦν. Μάλιστα δέ αἰσθάνονται καί προσβεβλημένοι, ὄχι γιατί τούς ἔθιξε, ἀλλά γιατί εἶναι γεμᾶτοι ἀπό ἐγωϊσμό. Γιά νά γίνουν πιό πειστικοί, ἰδιαιτέρως ἄν εἶναι γυναῖκες πού ἐξομολογοῦνται, ἔχουν πρόχειρα τά δάκρυα στά μάτια μόνο, ὄχι δέ καί στήν ψυχή. Γιατί οὔτε ταπεινωμένοι εἶναι, οὔτε συντετριμμένοι, ἀλλά αὐθάδεις καί προπετεῖς. Γι’ αὐτό τά δάκρυά τους δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας, ἀλλά ἐπιφανειακά, ψεύτικα καί ὑποκριτικά, τά ὁποῖα ὑποδηλώνουν πληγωμένο ἐγωϊσμό καί ὄχι συντετριμμένη καρδιά»32.

Δυστυχῶς, οἱ ὑπερήφανοι-ἐγωισταί προσέρχονται στό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως-Μετανοίας-Πνευματικῆς Πατρότητας ὄχι γιά νά μάθουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀλλά γιά νά κάνουν μία «συζήτηση», νά πάρουν καί τή «γνώμη-ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας». Πολύς ἐγωισμός συνήθως ὑπάρχει στούς μορφωμένους σέ ἀντίθεση μέ τούς ἀμόρφωτους πού εἶναι, κατά κανόνα, πιό ταπεινοί.

«Οἱ πεπαιδευμένοι ἄνθρωποι», σημειώνει ὁ π. Σωφρόνιος, «κρατοῦν ἰσχυρῶς ἄλλην ἀρχήν: τήν ἰδίαν αὐτῶν σύνεσιν. Πᾶς λόγος τοῦ ἱερέως δι’ αὐτούς εἶναι ἁπλῶς ἀνθρώπινος, καί ὡς ἐκ τούτου ὑποκείμενος εἰς κριτικήν συζήτησιν. Νά ἀκολουθήσῃ τις ἀδιακρίτως τήν ὑπόδειξιν τοῦ πνευματικοῦ θά ἦτο δι’ αὐτούς μωρία. Ἐκεῖνο ὅπερ βλέπει καί φρονεῖ ὁ πνευματικός τοῦτο οὐδόλως ἀποδέχεται ὁ ψυχικός ἄνθρωπος καί ἀπορρίπτει διότι ζεῖ εἰς ἄλλο ἐπίπεδον. Καί ἐγώ ὁ ἴδιος, συναντώμενος μετ’ ἀνθρώπων οἵτινες κατευθύνονται ὑπό τῶν προσωπικῶν αὐτῶν παρορμήσεων καί ἀπορρίπτουν τόν λόγον, τόν διδόμενον ὑπό τοῦ ἱερέως κατόπιν προσευχῆς, ἀρνοῦμαι νά ἐκζητήσω παρά τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποκαλύψῃ εἰς τούς προσερχομένους τό ἅγιον καί παντέλειον Αὐτοῦ θέλημα. Διά τῆς ὁδοῦ ταύτης δέν θέτω αὐτούς εἰς κατάστασιν πάλης μετά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά λέγω εἰς αὐτούς τήν προσωπικήν μου μόνον γνώμην, ἥτις στηρίζεται ἐπί τῶν Ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων ἤ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί ἀφήνω αὐτούς ἐλευθέρους ἀπό τῆς Θεομαχίας, καί τρόπον τινά εἰς τό δικαίωμα νά ἀποκλίνουν ἀναμαρτήτως ἀπό τῆς συμβουλῆς μου, ὡς ἐξ ἀνθρώπου μόνον προερχομένης. Βεβαίως τοῦτο μακράν ἀπέχει τοῦ ζητουμένου ἀφ’ ἡμῶν ἐν τοῖς μυστηρίοις τῆς Ἐκκλησίας»33.

Οἱ ταπεινοί ἄνθρωποι, σέ ἀντίθεση μέ τούς ἐγωιστές, εἶναι αὐτοί πού ἀναπαύουν τόν Θεό ἀλλά καί τόν Πνευματικό. Αὐτοί καί ὁδηγοῦνται στή θεραπεία. «Συνήρπαζεν ἐμέ», γράφει πάλι ὁ π. Σωφρόνιος, « ἡ θέα τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ, τῶν κεκρυμμένων ὑπό τήν ταπεινήν αὐτῶν ἐμφάνισιν. Ἐνίοτε οἱ ἴδιοι φυλασσόμενοι ὑπό τοῦ Θεοῦ, δέν κατενόουν ὁπόσον πλουσία εὐλογία ἐπανεπαύετο ἐν αὐτοῖς. Εἰς αὐτούς κατ’ ἐξοχήν ἐδόθη νά διαισθανθοῦν τήν ἀνεπάρκειαν αὐτῶν, κατά καιρούς δέ εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε τρόπον τινά νά μή τολμοῦν καί νά σκεφθοῦν ὅτι ὁ Θεός ἐπαναπαύεται ἐν αὐτοῖς καί οὗτοι ἐν Αὐτῷ. Τινές ἐξ αὐτῶν ὠδηγήθησαν εἰς τήν θεωρίαν τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀλλά δέν ἐγνώριζον περί αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἐν μέρει διότι ἦσαν ὀλίγον μόνον οἰκεῖοι πρός τά Ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων, οἵτινες περιγράφουν τό εἶδος τῆς χάριτος ταύτης. Ἡ ἄγνοια ἐφρούρει αὐτούς ἐξ’ ἐνδεχομένης κενοδοξίας»34.

Ἐνῶ λοιπόν οἱ ταπεινοί ἁγιάζονται, δυστυχῶς ὑπάρχουν καί κάποιοι τόσο ὑπερφίαλοι καί ὑποκριτές, πού νομίζουν ὅτι μποροῦν νά ἐμπαίξουν τόν Θεό, τόν Πνευματικό καί τό μυστήριο. Ἐξομολογοῦνται ἁπλῶς γιά νά τακτοποιήσουν κάπως τή συνείδησή τους, γιά τό «καλό», ἤ καί γιά «νά φανοῦν στούς ἀνθρώπους» ὅτι εἶναι «ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας».

«Ἀποκορύφωμα τῆς ὑποκρισίας αὐτοῦ πού ἰσχυρίζεται ὅτι δῆθεν ἐξομολογεῖται», παρατηρεῖ ὁ π. Παῦλος, «εἶναι ὁ ἐμπαιγμός τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Προσποιεῖται τόν εὐσεβῆ. Πηγαίνει δῆθεν γιά νά καταθέσει τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά δέν ἀνέχεται τίς παρατηρήσεις καί δέν ἀκολουθεῖ τίς ὁδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ.

Ἐπειδή ὁ ἐξομολογούμενος ἀπωθεῖ τά αἰσθήματα τῆς ἐνοχῆς, μή θέλοντας νά παραδεχθεῖ τά σφάλματά του, τά μεταβιβάζει στούς ἄλλους καί ἐκφράζει προσωπικά παράπονα, πού ἔχει γι’αὐτούς, ἀλλά καί γιά τόν ἴδιο τόν Πνευματικό. Τολμᾶ μάλιστα νά ἐλέγχει τόν Πνευματικό γιά τίς ἀπόψεις καί τίς θέσεις του πάνω σέ διάφορα θέματα, τά ὁποῖα εἶναι ἄσχετα μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ἐάν δέ τύχει, λόγῳ θέσεως, νά ἐπηρεάζει μιά ὁμάδα ἀνθρώπων, τότε τούς ἐπιστρατεύει καί αὐτούς, ὥστε καί ἐκεῖνοι, ἐν εἴδει κασέτας μαγνητοφώνου νά ἐπαναλαμβάνουν τά ἴδια παράπονα ἐν ὥρᾳ ὑποτίθεται ἐξομολογήσεώς τους»35. Πολλοί κατηγοροῦν τόν Πνευματικό γιά σκληρότητα, αὐστηρότητα καί ἔλλειψη διάκρισης. Ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν συνήθως εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀληθινῆς μετάνοιας καί διάθεσης γιά θεραπεία ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἐξομολογουμένου.

«Ἡ ψυχολογία τῶν μοναχῶν», γράφει ὁ π. Σωφρόνιος, πού πρίν μεταβεῖ στήν Εὐρώπη ἦταν Πνευματικός σέ πέντε Ἁγιορείτικα μοναστήρια, «ἡ ὑπομονή καί ἡ ἀντοχή αὐτῶν ὑπερέβαινον τοσοῦτον πάντας καί πάντα (ὅσα ἐν Εὐρώπῃ συνήντησα), ὥστε δέν εὕρισκον οὔτε λόγους, οὔτε ἐξωτερικούς τρόπους ἐπικοινωνίας. Ἐκεῖνο ὅπερ οἱ μοναχοί ἀποδέχονται μετ’ εὐγνωμοσύνης, ἐν Εὐρώπῃ συνέτριβε τούς ἀνθρώπους. Πολλοί ἀπεστρέφοντο ἐμέ ὡς ἀσυνήθως σκληρόν, καί δή σκληρόν μέχρι διαστροφῆς τοῦ Εὐαγγελικοῦ πνεύματος τῆς ἀγάπης. Καί ἐγώ κατενόουν τάς κρίσεις ταύτας ἀντιλαμβανόμενος ὅτι τά «μέτρα» τῶν μοναχῶν καί τά μέτρα τῶν ἀνθρώπων τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ διέφερον βαθέως. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ πλέον ἀφύσικος, οὐχί μόνον διά τούς ἀνθρώπους τῶν καιρῶν τοῦ «Μεγάλου Ἱεροεξεταστοῦ», ἀλλά καί διά τούς συγχρόνους ἡμῶν θά ἦτο ὁ Χριστός. Τίς δύναται νά ἀκούσῃ τοῦ Χριστοῦ ἤ ἔτι μᾶλλον νά ἀκολουθήσῃ Αὐτόν; Ἐκεῖνο ὅπερ ἐδίδετο εἰς τούς μοναχούς μετά παρέλευσιν δεκαετιῶν πένθους, οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι θέλουν νά λάβουν εἰς σύντομον χρονικόν διάστημα, καί μάλιστα κατά τήν διάρκειαν ὀλίγων ὡρῶν εὐχαρίστου «θεολογικῆς» συζητήσεως. Οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ – ἕκαστος λόγος Αὐτοῦ – ἦλθον εἰς τόν κόσμον τοῦτον Ἄνωθεν. Ἀνήκουν εἰς τήν σφαίραν ἄλλων διαστάσεων καί δέν ἀφομοιοῦνται ἄλλως, εἰ μή διά τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπί μακρόν προσευχῆς μετά πολλῶν δακρύων. Ἄνευ τῆς προϋποθέσεως ταύτης θά παραμένουν ἐσαεί ἀκατανόητοι εἰς τόν ἄνθρωπον, τόν ὁσονδήποτε «πεπαιδευμένον», ἔστω καί θεολογικῶς»36.

7)Μερικά σημεῖα πού πρέπει νά προσέξουμε ἰδιαιτέρως.


7.1)Ἕνα σημαντικό πού πρέπει νά προσέξουμε εἶναι νά μήν ἀναβάλλουμε τήν ἐξομολόγηση. Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει κάποια σημαντική πτώση θά πρέπει ἀμέσως νά τρέξουμε νά τήν ποῦμε στόν Πνευματικό.

«Ὅσο κρατᾶς ἕνα χαλασμένο πράγμα», ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος, «τόσο χαλάει. Γιατί νὰ ἀφήσει νὰ περάσουν ἕνας-δύο μῆνες γιὰ νὰ πάει στὸν πνευματικὸ νὰ τὸ ἐξομολογηθεῖ; Νὰ πάει τὸ συντομότερο. Ἂν ἔχει μία πληγὴ ἀνοιχτή, θὰ ἀφήσει νὰ περάσει ἕνας μήνας, γιὰ νὰ τὴ θεραπεύσει; Οὔτε νὰ περιμένει νὰ πάει, ὅταν θὰ ἔχει πολὺ χρόνο ὁ πνευματικός, γιὰ νὰ ἔχει πιὸ πολλὴ ἄνεση. Αὐτὸ τὸ ἕνα σφάλμα, τὰκ-τὰκ νὰ τὸ λέει ἀμέσως καὶ μετά, ὅταν ὁ πνευματικὸς θὰ ἔχει χρόνο, νὰ πηγαίνει γιὰ πιὸ πολύ, γιὰ μία συζήτηση κ.λπ.»37.

7.2)Ἐπίσης στήν ἐξομολόγηση θά πρέπει νά λέμε τά δικά μας σφάλματα καί μόνο αὐτά, χωρίς νά καθυστεροῦμε.

«Προσοχή λοιπόν!», ἐπισημαίνει ὁ π. Παῦλος, «᾽Εξομολογούμαστε τίς δικές μας ἁμαρτίες καί ὄχι τίς ἁμαρτίες ἄλλων. Καί ὁμολογοῦμε τίς ἁμαρτίες χωρίς περιστροφές, δικαιολογίες καί ἱστορίες. Ἡ προσπάθεια νά δικαιολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας δείχνει ὅτι στήν πραγματικότητα δέν ἔχουμε μετανοήσει γι᾽ αὐτές. Στήν περίπτωση αὐτή καί ὁ ἐξομολογούμενος δέν ἀναπαύεται ψυχικά, ἀλλά καί ὁ ἱερέας καταπονεῖται. Διότι ἀκριβῶς δέν γίνεται σωστή ἐξομολόγηση.

Δέν εἶναι σωστό λοιπόν νά μακρηγορεῖ κανείς στήν ἐξομολόγηση. Ὁμολογοῦμε σύντομα τίς ἁμαρτίες μας, μέ μετάνοια καί συναίσθηση, καί δεχόμαστε μέ ἐμπιστοσύνη τίς ὅποιες συμβουλές τοῦ ἐξομολόγου. ᾽Ιδιαιτέρως, δέν χρειάζεται ἀνάλυση στίς σαρκικές λεγόμενες ἁμαρτίες. Τίς ὁμολογοῦμε μέ λιτό καί ἐπιγραμματικό τρόπο. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά καθυστερεῖ κανείς στό ἐξομολογητήριο. ῎Αν ὑπάρχει κάποιο ἰδιαίτερο πρόβλημα πρός συζήτηση, θά πρέπει νά ἀντιμετωπιστεῖ κάποια ἄλλη ὥρα πέραν τῆς ἐξομολογήσεως, καί ὁπωσδήποτε ὄχι πρό τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα. Τό πρόγραμμα τοῦ ἱερέα τότε εἶναι ἀρκετά βεβαρυμένο»38.

Ἔλεγε καί ὁ πατήρ Παΐσιος σχετικά μ’ αὐτό: «Δὲν χρειάζεται ὥρα πολλὴ γιὰ νὰ δώσω εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ὅταν ἡ συνείδηση δουλεύει σωστά, δίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ δύο λόγια εἰκόνα τῆς καταστάσεώς του. Ὅταν ὅμως ὑπάρχει μέσα του σύγχυση, μπορεῖ νὰ λέει πολλὰ καὶ νὰ μὴ δίνει εἰκόνα. Νά, βλέπω, μερικοί μου γράφουν ὁλόκληρα τετράδια, εἴκοσι-τριάντα σελίδες ἀναφορᾶς μὲ μικρὰ γράμματα, καὶ μερικὲς σελίδες ὑστερόγραφο… Ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφουν, μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν σὲ μία σελίδα»39.

7.3)Ὄχι στό συναίσθημα τῆς αὐταρέσκειας καί στήν ἰδέα ὅτι εἴμαστε καλοί ἤ ὅτι πᾶμε καλά.

«Συχνάκις τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἀποχωρεῖ ἀφ’ ἡμῶν» παρατηρεῖ ὁ π.Σωφρόνιος «δι’ ἐκείνας ἢ τὰς ἄλλας κινήσεις τῆς καρδίας ἢ τῆς σκέψεως ἡμῶν. Εἶναι ὅμως δυνατὴ ἡ ἐγκατάλειψις καὶ διὰ τὸν λόγον ὅτι τὸ Πνεῦμα βλέπει ἡμᾶς ἀναπεπαυμένους καὶ ἱκανοποιημένους μετὰ τῶν ἤδη ληφθέντων ἢ ἐπιτευχθέντων, καὶ ἀποχωρεῖ, ἵνα ἀποδείξη εἰς ἡμᾶς ὅτι εἴμεθα εἰσέτι μακρὰν ἐκείνου, ὅπερ ὀφείλομεν νὰ εἴμεθα»40. Ἡ ἐν ταπεινώσει καί ὑπακοῇ πορεία εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής. Τότε καί ἡ ἐξομολόγηση μᾶς ὠφελεῖ.

7.4)Ὅταν νομίζουμε ὅτι δέν ἔχουμε νά ποῦμε τίποτε ὑπάρχει τό ἐνδεχόμενο νά μήν παρακολουθοῦμε σωστά τόν ἑαυτό μας.

Ἡ μή σωστή παρακολούθηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος, εἶναι ἡ αἰτία τοῦ νά νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν χρειάζεται νά ἐξομολογηθεῖ. Καί συνέχιζε: «Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο. Νὰ πηγαίνεις καὶ ἁπλὰ νὰ λὲς τὶς ἁμαρτίες σου. Γιατί, τί νομίζεις; Πεῖσμα δὲν ἔχεις; Ἐγωισμὸ δὲν ἔχεις; Δὲν πληγώνεις τὴν ἀδελφή; Δὲν κατακρίνεις; Μήπως ἐγὼ τί πηγαίνω καὶ λέω; Θύμωσα, κατέκρινα… καὶ μοῦ διαβάζει ὁ πνευματικὸς τὴ συγχωρητικὴ εὐχή»41.

7.5)Προσοχή στά «μικρά».

Ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά μήν ὑποχωρεῖ καί στίς λεγόμενες «μικρές» ἁμαρτίες. «Καὶ οἱ μικρὲς ἁμαρτίες», δίδασκε πάλι ὁ Γέρων Παΐσιος, «ἔχουν καὶ αὐτὲς βάρος. Ὅταν πήγαινα στὸν πάπα-Τύχωνα νὰ ἐξομολογηθῶ, δὲν εἶχα τίποτε σοβαρὸ νὰ πῶ καὶ μοῦ ἔλεγε: Ἀμμούδα, παιδάκι μου, ἀμμούδα! Οἱ μικρὲς ἁμαρτίες μαζεύονται καὶ κάνουν ἕναν σωρὸ ἀμμούδα, ποὺ εἶναι ὅμως βαρύτερη ἀπὸ μία μεγάλη πέτρα. Ὁ ἄλλος ποὺ ἔχει κάνει ἕνα ἁμάρτημα μεγάλο, τὸ σκέφτεται συνέχεια, μετανοεῖ καὶ ταπεινώνεται. Ἐσὺ (ἔλεγε ἀπευθυνόμενος σέ μοναχή) ἔχεις πολλὰ μικρά. Ἐὰν ὅμως ἐξετάσεις τὶς συνθῆκες μὲ τὶς ὁποῖες ἐσὺ μεγάλωσες καὶ τὶς συνθῆκες μὲ τὶς ὁποῖες μεγάλωσε ὁ ἄλλος, θὰ δεῖς ὅτι εἶσαι χειρότερη ἀπὸ ἐκεῖνον»42. Τά «μικρά» γιά αὐτούς πού ἔχουν γνώση τῆς Πνευματικῆς ζωῆς δέν εἶναι μικρά.

7.6)Ὄχι γενικολογίες ἤ ἀοριστολογίες.

Ἕνα ἄλλο σημεῖο προσοχῆς εἶναι ὅτι θά πρέπει ἡ ἐξομολόγηση νά μήν εἶναι γενικόλογη τοῦ τύπου: «Πάτερ ἔχω κάνει ὅλες τίς ἁμαρτίες» ἤ γεμάτη ἀοριστολογίες.

«Νὰ προσπαθεῖς», συμβούλευε ὁ Γέρων Παΐσιος πνευματικό του παιδί, «νὰ εἶσαι συγκεκριμένη στὴν ἐξομολόγησή σου. Δὲν φθάνει νὰ πεῖ κανεὶς λ.χ. ζηλεύω, θυμώνω κ.λπ., ἀλλὰ πρέπει νὰ πεῖ τὶς συγκεκριμένες πτώσεις του, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ. Καὶ ὅταν πρόκειται γιὰ κάτι βαρύ, ὅπως ἡ πονηριά, πρέπει νὰ πεῖ καὶ πῶς σκέφθηκε καὶ πῶς ἐνήργησε ἀλλιῶς κοροϊδεύει τὸν Χριστό. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ὁμολογεῖ τὴν ἀλήθεια στὸν Πνευματικό, δὲν τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ σφάλμα του, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸν βοηθήσει, παθαίνει ζημιά, ὅπως καὶ ὁ ἄρρωστος κάνει μεγάλο κακὸ στὴν ὑγεία του, ὅταν κρύβει τὴν πάθησή του ἀπὸ τὸν γιατρό. Ἐνῶ, ὅταν ἐκθέτει τὸν ἑαυτὸ του ὅπως ἀκριβῶς εἶναι, τότε ὁ Πνευματικὸς μπορεῖ νὰ τὸν γνωρίσει καλύτερα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει πιὸ θετικά»43.

7.7)Ὄχι «ἐξαπάτηση» τοῦ Πνευματικοῦ.

«Ἡ δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως εἶναι ἀνυπολόγιστη» σημειώνει ὁ π. Παῦλος καί συνεχίζει: «Δέν ἐπενεργεῖ ὅμως πάνω μας χωρίς τή δική μας ἐλεύθερη συνεργασία. Νά ἔχουμε συναίσθηση τῆς ἱερότητας τοῦ Μυστηρίου καί νά προσερχόμαστε σ’ αὐτό μέ βαθιά ταπείνωση, εἰλικρίνεια καί συντετριμμένη καρδιά. Μόνο ὅσοι βιώνουν τή μετάνοια καί ἐξομολογοῦνται πλήρως καί τελείως τίς ἁμαρτίες τους φεύγουν ἀναπαυμένοι, χαρούμενοι καί εἰρηνικοί, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα νά τούς ἐπισκιάζει. Ὅσοι νομίζουν ὅτι ξεγελοῦν τόν Πνευματικό, γελιοῦνται οἱ ἴδιοι, παίζοντας θέατρο καί ἐξοργίζοντας τόν Θεό. Ἄν συνεχίσουν μέ αὐτή τή λανθασμένη τακτική φεύγουν δυστυχῶς ἀπό τήν παροῦσα ζωή ἀμετανόητοι πρός αἰωνία ἀπώλεια»44.

7.8)Ἐκζήτηση συγγνώμης καί ἀγάπη μέ ὅλους.

Ἀναγκαία βέβαια προϋπόθεση, γιά νά συγχωρηθοῦμε καί νά εἶναι ἔγκυρη ἡ ἐξομολόγησή μας, εἶναι τό νά συγχωρήσουμε καί νά ζητήσουμε συγχώρηση ἀπό ὅλους.

«Ὅταν κανεὶς ἀδικήσει ἢ πληγώσει μὲ τὴ συμπεριφορὰ του ἕναν ἄνθρωπο», παρατηρεῖ ὁ Γέρων Παΐσιος,«πρέπει πρῶτα νὰ πάει νὰ τοῦ ζητήσει ταπεινὰ συγχώρηση, νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του, καὶ ἔπειτα νὰ ἐξομολογηθεῖ τὴν πτώση του στὸν πνευματικό, γιὰ νὰ λάβει τὴν ἄφεση. Ἔτσι ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἂν πεῖ τὸ σφάλμα του στὸν Πνευματικό, χωρὶς προηγουμένως νὰ ζητήσει συγχώρηση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πλήγωσε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰρηνεύσει ἡ ψυχή του, γιατί δὲν ταπεινώνεται. Ἐκτὸς ἂν ὁ ἄνθρωπος ποὺ πλήγωσε ἔχει πεθάνει ἢ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βρεῖ, γιατί ἄλλαξε κατοικία καὶ δὲν ἔχει τὴ διεύθυνσή του, γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει, ἔστω καὶ γραπτῶς, συγγνώμη, ἀλλὰ ἔχει διάθεση νὰ τὸ κάνει, τότε ὁ Θεὸς τὸν συγχωρεῖ, γιατί βλέπει τὴ διάθεσή του»45.

Ἄν ὁ ἄνθρωπος ζητήσει συγγνώμη καί ὁ ἄλλος δέν τόν συγχωρήσει, τότε, δίδασκε ὁ π. Παΐσιος, πρέπει «νὰ κάνουμε προσευχὴ νὰ μαλακώσει ὁ Θεὸς τὴν καρδιά του. Ὑπάρχει ὅμως περίπτωση νὰ μὴ βοηθάει ὁ Θεὸς νὰ μαλακώσει ἡ καρδιά του, γιατί, ἂν μᾶς συγχωρήσει, μπορεῖ νὰ ξαναπέσουμε στὸ ἴδιο σφάλμα»46.

7.9) Ὄχι δικαιολόγηση τοῦ ἑαυτοῦ μας

Στήν ἐξομολόγηση πηγαίνουμε γιά νά αὐτοκατηγορηθοῦμε καί ὄχι νά δικαιολογηθοῦμε ἤ νά παρουσιάσουμε τίς «ἀρετές» μας. Καλλίτερα νά εἴμαστε ἄτεγκτοι καί αὐστηροί μέ τόν ἑαυτό μας παρά νά ἀναζητοῦμε ἐλαφρυντικά.

«Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ προσέξη», ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος ἀναφερόμενος σ’ αὐτόν πού ἐξομολογεῖται,«εἶναι νὰ μὴ δικαιολογῆ τὸν ἑαυτὸ του κατὰ τὴν ἐξομολόγηση. Ἐγώ, ὅταν πάω νὰ ἐξομολογηθῶ καὶ πῶ λ.χ. «θύμωσα» – ἄσχετα ἂν χρειαζόταν νὰ δώσω καὶ σκαμπίλι -, δὲν ἀναφέρω τὸ θέμα, γιὰ νὰ μὴ μοῦ δώση ἐλαφρυντικὸ ὁ Πνευματικός. Ὅποιος ἐξομολογεῖται καὶ δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του, δὲν ἔχει ἀνάπαυση ἐσωτερική, ὅσο ἀσυνείδητος καὶ ἂν εἶναι. Τὰ ἐλαφρυντικὰ ποὺ χρησιμοποιεῖ στὴν ἐξομολόγησή του γίνονται ἐπιβαρυντικὰ γιὰ τὴν συνείδησή του. Ἐνῶ, ὅποιος ὑπερβάλλει τὰ σφάλματά του, γιατί ἔχει λεπτὴ συνείδηση, καὶ δέχεται καὶ μεγάλο κανόνα ἀπὸ τὸν Πνευματικό, αὐτὸς νιώθει ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού, ἂν κλέψουν λ.χ. μία ρώγα, νιώθουν σὰν νὰ πῆραν πολλὰ καλάθια σταφύλια καὶ σκέφτονται συνέχεια τὸ σφάλμα τους. Δὲν κοιμοῦνται ὅλη τὴν νύχτα, μέχρι νὰ τὸ ἐξομολογηθοῦν. Καὶ ἄλλοι, ἐνῶ ἔχουν κλέψει ὁλόκληρα καλάθια σταφύλια, δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ λένε πὼς πῆραν ἕνα τσαμπί. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ μεγαλοποιοῦν τὸ παραμικρὸ σφάλμα τους καὶ στενοχωριοῦνται καὶ ὑποφέρουν πολὺ γιὰ μία μικρή τους ἀταξία, ξέρετε τί θεία παρηγοριὰ νιώθουν; Ἐδῶ βλέπεις τὴν Θεία Δικαιοσύνη, πὼς ὁ Καλὸς Θεὸς ἀνταμείβει.

Ἔχω παρατηρήσει ὅτι ὅσοι ἐκθέτουν τὰ σφάλματά τους ταπεινὰ στὸν Πνευματικὸ καὶ ἐξευτελίζονται, λάμπουν, γιατί δέχονται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπόστρατος μὲ πόση συντριβή μοῦ διηγήθηκε ὅ,τι εἶχε κάνει ἀπὸ ὀκτὼ χρονῶν παιδάκι. Ἕνα τόπι εἶχε πάρει ἀπὸ ἕνα παιδάκι γιὰ μία μόνο νύχτα – τὴν ἄλλη μέρα τοῦ τὸ ἔδωσε – καὶ ἔκλαιγε, γιατί τὸ στενοχώρησε. Ὅταν ἀποστρατεύθηκε, ἔψαξε καὶ βρῆκε ὅσους εἶχε λυπήσει, ὅταν ὑπηρετοῦσε – ἄσχετα ἂν ἐκτελοῦσε καθῆκον τῆς ὑπηρεσίας του-, καὶ τοὺς ζήτησε συγγνώμη! Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση! Ὅλα τὰ ἔπαιρνε ἐπάνω του. Μένει τώρα σὲ ἕνα χωριὸ καὶ τὰ χρήματά του τὰ δίνει ἐλεημοσύνη. Ὑπηρετεῖ καὶ τὴν ἡλικιωμένη μάνα του, ἐνενήντα πέντε χρόνων, κατάκοιτη μὲ ἡμιπληγία καί, ἐπειδὴ βλέπει τὸ σῶμα της, ὅταν τὴν φροντίζη, τὸν πειράζει ὁ λογισμός. «Ἂν ὁ Χὰμ ποὺ εἶδε τὴν γύμνωση τοῦ πατέρα του τιμωρήθηκε, λέει, τότε ἐγώ…». Συνέχεια ἔκλαιγε. Τὸ πρόσωπό του ἦταν ἀλλοιωμένο. Πόσο διδάχθηκα ἀπὸ τὴν συντριβή του!»47.

7.10)Ὄχι ἀποχή ἀπό τήν ἐξομολόγηση μέ τήν δικαιολογία ὅτι « ἀφοῦ θά ξαναπέσω τί νά πάω;».

Ὅπως κανείς δέν λέει:« Ἀφοῦ θά ξαναπεινάσω, γιατί νά φάω;» ἤ «ἀφοῦ θά ξαναλερωθῶ, γιατί νά πλυθῶ;», ἔτσι κανείς δέν πρέπει νά ἀναβάλλει τήν ἐξομολόγηση μέ τήν σκέψη: «Ἀφοῦ θά ξαναπέσω, γιατί νά πάω νά ἐξομολογηθῶ;».

Κάποτε ρώτησαν τόν π. Παΐσιο: «Γέροντα, μερικοὶ ἀπὸ φιλότιμο δὲν πᾶνε νὰ ἐξομολογηθοῦν. «Ἀφοῦ μπορεῖ νὰ ξανακάνω τὸ ἴδιο σφάλμα, λένε, γιὰ ποιὸ λόγο νὰ πάω νὰ τὸ ἐξομολογηθῶ; γιὰ νὰ κοροϊδεύω τὸν παπά;». Ἐκεῖνος τότε ἀπάντησε:

- Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό! Εἶναι σὰν νὰ λέει ἕνας στρατιώτης, ὅταν τραυματίζεται: «Ἀφοῦ ὁ πόλεμος δὲν τελείωσε καὶ μπορεῖ πάλι νὰ τραυματισθῶ, γιατί νὰ δέσω τὸ τραῦμα μου;». Ἀλλά, ἂν δὲν τὸ δέσει, θὰ πάθει αἱμορραγία καὶ θὰ πεθάνει. Μπορεῖ ἀπὸ φιλότιμο νὰ μὴν πηγαίνουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, τελικὰ ὅμως ἀχρηστεύονται. Ὁ διάβολος, βλέπεις, ἐκμεταλλεύεται καὶ τὰ χαρίσματα (π.χ. τὸ φιλότιμο). Ἂν δὲν καθαρίζουμε μὲ τὴν ἐξομολόγηση τὴν ψυχή μας, ὅταν πέφτουμε καὶ λερωνόμαστε, σκεπτόμενοι ὅτι πάλι θὰ πέσουμε καὶ θὰ λερωθοῦμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στὶς παλιὲς λάσπες καὶ εἶναι δύσκολο μετὰ νὰ καθαρίσουν»48.

7.11)Ὄχι ἀπόκρυψη κάποιων ἁμαρτιῶν-Ἀπομάκρυνση τῆς δαιμονικῆς ντροπῆς.

Δυστυχῶς συμβαίνει καί αὐτό: Λόγῳ δαιμονικῆς ἐντροπῆς, ὁ ἐξομολογούμενος μπορεῖ νά ἀποκρύψει κάποιες σοβαρότατες ἁμαρτίες. Τότε βέβαια δέν συγχωρεῖται καί δέν θεραπεύεται διότι εἶναι ἀνειλικρινής ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος παίρνει ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ντροπή ὅταν τόν σπρώχνει στήν ἁμαρτία (γιά νά τήν κάνει ἄνετα καί εὔκολα) καί τοῦ τήν ξαναδίνει ὅταν πρόκειται νά τήν ἐξομολογηθεῖ (γιά νά μήν τήν ἐξομολογηθεῖ καί θεραπευθεῖ).

«Γνωρίζοντας, ὁ διάβολος», παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «πώς ἡ ἁμαρτία μέσα της ἔχει τὴν ντροπὴ κι αὐτὸ μπορεῖ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἕλκεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία νὰ τὸν κρατήσει μακριά της- γνωρίζοντας ἀπὸ τὴν ἄλλη πὼς ἡ μετάνοια ἔχει τὴν παρρησία καὶ τὸ θάρρος μέσα της καὶ πὼς αὐτὸ μπορεῖ νὰ προσελκύσει στὴ μετάνοια αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ μετανοήσει, ἀντέστρεψε τὴν τάξη τῶν πραγμάτων κι ἔδωσε στὴ μετάνοια ντροπή, ἐνῶ στὴν ἁμαρτία ἔδωσε τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία.

Κι ἀπὸ ποῦ φαίνεται αὐτό; Θὰ σοῦ τὸ ἐξηγήσω. Καταλαμβάνεται ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ μία ἐπιθυμία πονηρὴ καὶ δυνατὴ- καὶ τὴν ἀκολουθεῖ, ὅπως ἕνας αἰχμάλωτος- δὲν ντρέπεται- δὲν κοκκινίζει. Πράττει τὴν ἁμαρτία- ἴχνος ντροπῆς πουθενὰ- δὲν κοκκινίζει καθόλου. Ὅμως, γιὰ νὰ μετανοήσει, ντρέπεται.

Μά, ἄνθρωπέ μου, ὅταν ἔπραττες τὴν ἁμαρτία δὲν ντρεπόσουν καὶ τώρα πού ἦρθες νὰ μετανοήσεις, τώρα ντρέπεσαι; Νιώθει ντροπὴ ὁ ἄνθρωπος. Ναί, τὸ καταλαβαίνω. Μά, γιὰ πές μου, γιατί τότε πού ἔπραττε τὴν ἁμαρτία δὲν ντρεπόταν; Πράττει τὴν ἁμαρτία καὶ δὲν ντρέπεται, καὶ ντρέπεται νὰ πεῖ τὰ λόγια της μετάνοιας; Δὲν εἶναι παρὰ ἔργο τῆς κακίας τοῦ διαβόλου αὐτό.

Αὐτὸς εἶναι ποὺ τὴ στιγμὴ τῆς ἁμαρτίας ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθανθεῖ ντροπή, καὶ τὸν ἀφήνει ἔτσι ἐκτεθειμένο ἀπέναντι στὴν ἁμαρτία- γιατί γνωρίζει ὅτι, ἂν νιώσει ὁ ἄνθρωπος ντροπή, θὰ φύγει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὴ στιγμὴ πάλι τῆς μετάνοιας κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθάνεται ντροπὴ- γιατί γνωρίζει ὅτι αὐτὸς ποὺ αἰσθάνεται ντροπή, δὲν φθάνει στὴ μετάνοια. Διπλὸ εἶναι τὸ κακὸ ποὺ κάνει: Ἕλκει στὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὴ μιά, καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ μετάνοια, ἀπ’ τὴν ἄλλη.

Γιατί νὰ ντρέπεσαι λοιπόν; Δὲν ἔνιωθες ντροπὴ τότε ποὺ ἔπραττες τὴν ἁμαρτία καὶ νιώθεις τώρα, ποὺ ἔρχεσαι νὰ βάλεις φάρμακο ἐπάνω στὴν πληγή. Τώρα πού ἀπαλλάσσεσαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τώρα ντρέπεσαι; Ὄφειλες τότε νὰ αἰσθάνεσαι ντροπὴ- ἔπρεπε τότε νὰ ντρεπόσουν- τότε, ὅταν ἔπραττες τὴν ἁμαρτία. Ἁμαρτωλὸς γινόσουν καὶ δὲν ἔνιωθες ντροπή, γίνεσαι δίκαιος καὶ ντρέπεσαι;

«Λέγε τὶς ἁμαρτίες σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος». Ὢ μέγεθος φιλανθρωπίας τοῦ Κυρίου! Δὲν εἶπε «Λέγε τὶς ἀνομίες σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς», ἀλλὰ «Λέγε τὶς ἀνομίες σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος».

Δὲν ἔφθανε πού δὲν τὸν τιμωρεῖς, τὸν κάνεις δίκαιο κι ἀπὸ πάνω; Ναί, καὶ πολὺ δίκαιο μάλιστα. Πρόσεξε ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ λόγια! Λέει: Τὸν κάνω δίκαιο αὐτὸν ποὺ θὰ μετανοήσει.

Θέλεις νὰ μάθεις καὶ σὲ ποιὰ περίπτωση τὸ ἔκανε αὐτό; Τότε μὲ τὸν ληστή. Μὲ τὸ νὰ πεῖ ὁ ληστὴς στὸ σύντροφό του ἁπλῶς καὶ μόνο ἐκεῖνα τὰ γνωστά μας λόγια!

«Μὰ οὔτε τὸν Θεὸ δὲν φοβᾶσαι ἐσύ; Κι ἐμεῖς δίκαια βέβαια- ἔχουμε μία τιμωρία ὅπως μᾶς ἀξίζει, γιὰ ὅλα ὅσα κάναμε»- τὴν ἴδια ἐκείνη τὴ στιγμὴ τοῦ λέει ὁ Σωτήρας: «Σήμερα κιόλας μαζί μου θὰ εἶσαι στὸν παράδεισο». Δὲν τοῦ εἶπε: «σὲ ἀπαλλάσσω ἀπὸ τὴν κόλαση κι ἀπὸ τὴν τιμωρία», ἀλλὰ τὸν βάζει στὸν παράδεισο, ἀφοῦ τὸν κάνει δίκαιο»49.

Ἑπομένως καμμιά ντροπή δέν δικαιολογεῖται. Μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη στή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά ὁμολογοῦμε ὅλες τίς ἁμαρτίες μας.

«Ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν» παρατηρεῖ ὁ Στάρετς Σάββας ὁ Παρηγορητής «πρέπει νά γίνεται ἐκ βάθους καρδίας, χωρίς τήν παραμικρή ἀπόκρυψη ἤ δικαιολογία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Καί ὅποιος καλύπτει κάτι στήν ἐξομολόγηση, ἐκεῖνος ἰδιαίτερη διπλῆ ἁμαρτία παίρνει στήν ψυχή του.

Ἄν, ἔχοντας ἀνάγκη τό γιατρό γιά τήν ἀνημπόρια σου, κρύβεις τήν ἀσθένειά σου, τότε δέν σώζεσαι ἀπό τήν ἀθεράπευτη σήψη. Δέν πρέπει νά ντρέπεσαι νά ἀποκαλύπτεις στόν Πνευματικό σου Πατέρα τίς ἁμαρτίες σου, ὅσο μεγάλες κι ἄν εἶναι»50.Ὁ Θεός εἶναι ἀναλλοίωτος καί εἶναι ἀγάπη. Ἀκόμη καί ὅταν εἴμαστε στήν κατάσταση τῆς ἁμαρτωλότητας μᾶς ἀγαπάει καί προσβλέπει στή μετάνοιά μας.

«Ἔχομε ἐξασφαλίσει τήν ἀγάπη Του κι ὅπως καί νά φερθοῦμε», δίδασκε ὁ σεβαστός Γέροντας Πορφύριος, «ξέρομε ὅτι μᾶς ἀγαπάει»51.

Ὅταν ἁμαρτάνουμε, νά μήν διστάζουμε, ἀλλά νά προσερχόμαστε λέγοντας: «Κύριε, τό ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσέ με»52.

7.12) Ὄχι ἀπελπισία, ἀλλά οὔτε καί ἀδιαφορία

Ὁ διάβολος προσπαθεῖ εἴτε νά ἀπελπίσει τόν ἄνθρωπο γιά τή σωτηρία του, εἴτε νά τόν ρίξει στήν ἀμέλεια μέ τήν σκέψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος καί θά τόν συγχωρήσει· ὁπότε δέν χρειάζεται μετάνοια καί ἐξομολόγηση. Ὁ χριστιανός θά πρέπει νά πολεμᾶ ἐναντίον καί τῶν δύο. «Ὑπάρχουν δύο εἴδη ἀσθένειας», εὔστοχα σημειώνει ὁ Στάρετς Σάββας,« τά ὁποῖα χρησιμεύουν σέ κάποιους σάν αἰτία τῆς ἀμετανοησίας, τῆς μή ἐγκαταλείψεως τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ἡ πρώτη ἀρρώστεια εἶναι ἡ πλήρης ἀπελπισία γιά την σωτηρία τους καί ἡ δεύτερη ἡ ὑπερβολική ἐλπίδα στή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀπελπισία συνίσταται στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, συναισθανόμενος τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του, δέν ἐλπίζει πλέον νά λάβει γι’ αὐτές συγχώρηση ἀπό τό Θεό, βυθιζόμενος ἀκόμη περισσότερο στήν ἄβυσσο τῆς ἀνομίας. Τά κακά πνεύματα χρησιμοποιοῦν τήν ἀπελπισία καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στόν τέλειο ὄλεθρο.

Μέχρι νά πέσουμε, οἱ δαίμονες μᾶς παρουσιάζουν τό Θεό ὡς φιλάνθρωπο, ἀλλά μετά τήν πτώση μας ὡς ἀδυσώπητο. Μή πιστεύεις τόν ψεύτη διάβολο, μή χάνεις τήν ἐλπίδα σου στή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας στό νοῦ σου τόν προφητικό λόγο: «Μή ἐπίχαιρέ μοι, ἡ ἐχθρά μου, ὅτι πέπτωκα΄ καί ἀναστήσομαι, διότι ἐάν καθίσω ἐν τῷ σκότει, Κύριος φωτιεῖ μοι»(Μιχ. 7,8).

Καμμιά ἁμαρτία δέν εἶναι ἀσυγχώρητη πλήν τῆς ἀμετανόητης. Ὁ Ἰούδας ὁ προδότης θά συγχωρεῖτο, ἄν μετανοοῦσε.

Τίποτε δέν συγκρίνεται μέ τή γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ, τίποτε δέν τήν ξεπερνᾶ. Γι’ αὐτό, ὅποιος ἀπελπίζεται, εἶναι αὐτόχειρας.

Ὅποιος εἰλικρινά προσέρχεται στό Θεό, ἐκεῖνον δέν τόν ἀφήνει νά πέσει τελείως, ἀλλά βλέποντας τήν ἀδυναμία του, συνεργεῖ καί τόν βοηθεῖ φανερά ἤ μυστικά, δίνοντάς του ἄνωθεν χεῖρα βοηθείας.

Ὅμως δέν πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε στό κακό, στήν ἐπιείκεια γιά τίς ἁμαρτίες μας, τήν ἀπέραντη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἁμαρτωλό. Ὁ Θεός ὅσο εἶναι φιλάνθρωπος, τόσο εἶναι καί δικαιοκριτής. Γι’ αὐτό σέ ὅλους καί στόν καθένα χωριστά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀληθινή μετάνοια. Τούς μή μετανοοῦντας ὁ Θεός δέν τούς συγχωρεῖ»53.


7.14)Προσοχή στήν διόγκωση τῶν σφαλμάτων πού κάνει ὁ πονηρός.

Ὁ διάβολος προσπαθεῖ πάντα νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἀπόγνωση καί τήν ἀπελπισία. Γι’ αὐτό καί διογκώνει τά σφάλματά μας- πού μπορεῖ νά εἶναι καί πάρα πολύ μικρά- μέ σκοπό νά μᾶς γεμίσει μέ μελαγχολία.

Ρώτησαν κάποτε τό Γέροντα Παΐσιο: « Γέροντα, ποῦ ὀφείλεται ἡ μελαγχολία πού ἔρχεται πολλὲς φορὲς στὴν ψυχή;». Καί ἀπάντησε:

« Ἡ μελαγχολία καὶ τὸ πλάκωμα τῆς ψυχῆς ὀφείλονται συνήθως σὲ τύψεις ἀπὸ εὐαισθησία, καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νὰ ἐξομολογηθῆ, γιὰ νὰ μπόρεση νὰ βοηθηθῆ ἀπὸ τὸν πνευματικό. Γιατί, ἂν εἶναι εὐαίσθητος, μπορεῖ τὸ σφάλμα πού ἔκανε νὰ εἶναι πολὺ μικρό, ἄλλα ὁ ἐχθρὸς διάβολος νὰ τὸ μεγαλοποιῆ νὰ τοῦ τὸ δείχνη μὲ μικροσκόπιο, γιὰ νὰ τόν ρίξη στὴν ἀπελπισία καὶ νὰ τόν ἀχρηστέψη. Μπορεῖ νὰ τοῦ πῆ λ.χ. ὅτι τάχα στενοχώρησε πολύ τούς ἄλλους, ὅτι τοὺς δυσκόλεψε κ.λπ., καὶ νὰ τὸν κάνη νὰ στενοχωριέται πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο ἀντέχει. Ἀφοῦ ἐνδιαφέρεται ὁ διάβολος, γιατί δὲν πηγαίνει νὰ πειράξη τὴν συνείδηση ἑνὸς ἀναίσθητου ἄνθρωπου; Ἀλλά τὸν ἀναίσθητο τὸν κάνει νὰ θεωρῆ μηδαμινὸ ἕνα μεγάλο σφάλμα του, γιὰ νὰ μὴν ἔρθη σὲ συναίσθηση.

Πρέπει ὁ ἀνθρωπος νὰ γνωρίση τόν ἑαυτὸ του ὅπως εἶναι, καὶ ὄχι ὅπως τὸν παρουσιάζει ὁ ἐχθρός διάβολος, διότι αὐτός ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ κακό μας. Ποτὲ νὰ μὴν ἀπελπίζεται, ἀρκεῖ νὰ μετανοῆ, γιατί καὶ οἱ ἁμαρτίες του εἶναι λιγώτερες ἀπό τοῦ διαβόλου καὶ ἐλαφρυντικὰ ἔχει, ἐπειδὴ πλάσθηκε ἀπό χῶμα καὶ ἀπό ἀπροσεξία γλίστρησε καὶ λασπώθηκε.Γιὰ νὰ γίνη σωστὸς ἀγώνας, πρέπει νὰ γυρίζουμε τὴν ρόδα ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖ πού τὴν γυρίζει ὁ διάβολος. Ἂν μᾶς λέη ὅτι εἴμαστε κάτι, νὰ καλλιεργοῦμε τὴν αὐτομεμψία. Ἂν μᾶς λέη ὄτι δέν εἴμαστε τίποτε, νὰ λέμε: Ὁ Θεός θὰ μὲ ἐλέηση. Ἔτσι ἁπλᾶ ἄν κινῆται ὁ ἄνθρωπος, μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ ἐλπίδα στόν Θεό, μπαίνει στήν ζωὴ του ἡ μετάνοια, ἡ ταπείνωση, καὶ ἀνεβαίνει σὲ πνευματικὰ ὕψη»54.

7.15)Προσοχή στήν αὐτομεμψία.

Ἕνα λεπτό σημεῖο πού πρέπει νά προσέξει αὐτός πού ἐξομολογεῖται καί ἀγωνίζεται πνευματικά εἶναι τό θέμα τῆς αὐτομεμψίας. Δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει κακομοιριά ἀλλά λεβεντιά. Ὑπάρχει φόβος νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἀγωνιζόμενος πιστός στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπραξία ἄν ἀσκεῖ τήν αὐτομεμψία, χωρίς συγχρόνως νά καλλιεργεῖ καί τήν τέλεια ἐλπίδα του στόν Θεό.

Τέλεια ἀπελπισία ἀπό τόν ἑαυτό μας ἀλλά καί τέλεια ἐλπίδα στόν Θεό θά πρέπει νά ἔχουμε συνεχῶς.

Κάποτε ρωτήθηκε ὁ π. Παΐσιος: «Δηλαδή, Γέροντα, ἡ αὐτομεμψία δὲν βοηθάει στὸν πνευματικὸ ἀγώνα;» . Ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Βοηθάει, ἀλλά θέλει διάκριση. Μπορεῖ π.χ. νὰ λέη κανείς στόν ἑαυτό του: Εἶσαι ἀνόητος… . Νὰ τὸ λέη ὄμως μὲ ταπείνωση, γιὰ νὰ κοροϊδέψη τόν διάβολο, ἀλλά καὶ μὲ λεβεντιά, ὄχι μὲ κακομοιριά. Αὐτομεμψία, ὄχι ἀπελπισία.

Σημεῖο πνευματικῆς ὠριμότητος εἶναι νὰ πιστέψω ὅτι δέν κάνω τίποτε, νὰ ἀπογοητευθῶ μὲ τὴν καλὴ ἔννοια ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, ἀπὸ τὸ ἐγώ μου, νὰ νιώθω πώς μὲ ὅ,τι κάνω προσθέτω συνέχεια μηδενικὰ καὶ νὰ συνεχίζω τόν ἀγώνα μου ἐλπίζοντας στὸν Θεό. Τότε ὁ καλὸς Θεός, ὅταν δῆ τὰ μηδενικά τῆς ἀγαθῆς μου προαιρέσεως, θὰ μὲ λυπηθῆ, θὰ πρόσθεση στὴν ἀρχή τὴν μονάδα καὶ θὰ πάρουν ἀξία τὰ μηδενικά μου καὶ θὰ πλουτίσω πνευματικά. Μέσα στήν ταπεινὴ κατάσταση τῆς ἀπογοητεύσεως ἀπό τόν ἑαυτό μου κρύβεται ἡ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση»55.

7.16)Προσοχή στήν ὑπερευαισθησία.

Μία ἀκόμη παγίδα τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς ὑπερευαισθησίας στόν ἄνθρωπο. Ὁταν συμβαίνει αὐτό, ὁ ἄνθρωπος κάποια πράγματα, τά λεπτολογεῖ, τά «ψειρίζει» καί γεμίζει ἐνοχές, πού μπορεῖ νά εἶναι καί τελείως ἀνυπόστατες. Εἶναι τά λεγόμενα «μορμολύκια»56, τά «σκιάχτρα», πού φτιάχνει ὁ ὑπερευαίσθητος ἄνθρωπος μέ τήν συνεργασία τοῦ διαβόλου καί τρομάζει ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει φόβος.

Σ’ αὐτές τίς καταστάσεις χρειάζεται ὡς θεραπευτικό φάρμακο ἡ καλή ἀδιαφορία – ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας Παΐσιος.

Κάποτε ρωτήθηκε:« Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε κάτι γιὰ τὴν καλὴ ἀδιαφορία». Καὶ ἀπάντησε: «Ἡ καλὴ ἀδιαφορία χρειάζεται σ’ ἕναν ὑπερευαίσθητο πού τὸν ταλαιπωρεῖ τὸ ταγκαλάκι μὲ διάφορους λογισμούς. Τότε καλὸ εἶναι νὰ γίνη λίγο ἀναίσθητος, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, καὶ νά μὴ λεπτολογῆ μερικὰ πράγματα. Ἤ, ἀκόμη, χρειάζεται γιὰ κάποιον πού μπορεῖ σὲ πολλὰ νὰ εἶναι ἀδιάφορος, ἄλλα σὲ κάτι νὰ τοῦ ἔχη δημιουργήσει ὁ πειρασμὸς μιὰ ὑπερευαισθησία, γιὰ νὰ τὸν ἀχρηστέψη. Τότε γιὰ ἕνα διάστημα θὰ τὸν βοηθήση ἡ καλὴ ἀδιαφορία. Θέλει ὅμως παρακολούθηση. Πρέπει νὰ λέη τὸν λογισμό του καὶ νὰ παρακολουθῆται ἀπὸ τὸν πνευματικό, ἀλλιῶς μπορεῖ σιγὰ-σιγὰ νὰ τὰ πάρη ὅλα σβάρνα καὶ νὰ φθάση στην ἄλλη ἄκρη, νὰ γίνη τελείως ἀδιάφορος»57.

Γ΄ Μετά τήν ἐξομολόγηση


1)Διόρθωση τῆς ζωῆς μας, παύση τῆς ἁμαρτίας, ἀληθινή μετάνοια.


Ἀφοῦ ἐξομολογηθοῦμε, θά πρέπει νά προσέξουμε πολύ. Πρῶτα ἄς δοξάσουμε καί ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Κύριο γιά τήν ἄπειρη συγκατάβαση Του πρός ἐμᾶς καθώς καί γιά τό ὅτι μᾶς συγχώρησε ὅλες τἰς ἁμαρτίες μας, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς μας μέχρι τώρα.

Στή συνέχεια ἄς Τόν παρακαλέσουμε νά μᾶς βοηθήσει μέ τή Θεία Του Χάρη, ὥστε νά μήν ξανααμαρτήσουμε ποτέ πιά. Ἄς εἴμαστε ἀποφασισμένοι: «Καλλίτερα νά πεθάνουμε παρά νά ἐπαναλάβουμε τίς παλιές ἁμαρτίες ἤ νά κάνουμε νέες.

Ἡ συναίσθηση τοῦ ὅτι εἶμαι «ὁ ἁμαρτωλός», ὁ πιό ἁμαρτωλός ἄνθρωπος στόν κόσμο πρέπει νά μᾶς συνοδεύει πάντα. Τό κατά Θεόν πένθος εἶναι αὐτό πού φυλάει τίς ἀρετές καί τή καθαρότητα, κρατώντας μας σέ ἐγρήγορση, ὥστε νά μήν ξαναπέσουμε. Πάνω ἀπό ὅλα ὁ Θεῖος Ἔρωτας, θά μᾶς φυλάξει ἄτρωτους ἀπό τίς προσβολές τοῦ Βελίαρ (διαβόλου).

Δέν εἶναι ἀρκετό νά ἀπαριθμήσει κάποιος τίς ἁμαρτίες του μπροστά στόν Πνευματικό, γιά νά ἐπιτύχει καί τήν διόρθωσή του. Θά πρέπει νά ζεῖ συνεχῶς τήν μετάνοια, τήν συντριβή καί νά τήν ἐκφράζει, τό κατά δύναμιν, μέ μυστικούς στεναγμούς καί κρυφά δάκρυα στό «ταμιεῖον του», στήν προσευχή του. Χωρίς ἐξομολόγηση, πράγματι, δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Θά πρέπει ὅμως ἡ ἐξομολόγηση νά συνοδεύεται ἀπό ἀληθινή διά βίου μετάνοια, δηλαδή παύση τῶν κακῶν καί πράξη τῶν καλῶν. Ἡ λύπη πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη τοῦ μεγέθους τῆς ἁμαρτίας καί ἡ μετάνοια νά εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας.

«Ὅποιος δέν προστρέξει στό σωτήριο (μυστήριο) τῆς μετάνοιας», διδάσκει ὁ Στάρετς Σάββας, « θά ἀκούσει αὐτή τή φοβερή ἀπόφαση τοῦ Κυρίου: «Ἐάν μή μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε» ( Λουκ.13,3) Ἀλλά καί ὅσοι προστρέχουν στό μυστήριο τῆς μετάνοιας δέν καθαρίζονται ὅλοι, ἐπειδή ὅλοι δέν προσέχουν ἐκείνους τούς ὅρους πού εἶναι ἀπαραίτητοι γιά τήν ἀληθινή μετάνοια.

Ἀρχή τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ συντριβή γι’ αὐτές. «Ὅταν ἀποστραφείς στενάξῃς, τότε σωθήσῃ» (Ἠσ. 30,15)

Μερικοί ἀπό ἄγνοια ἤ ἀπό ἀπροσεξία στό ἔργο τῆς μετάνοιας, ἐναποθέτουν τό μυστήριο τῆς μετάνοιας σέ μιά μόνο ἐξομολόγηση. Νομίζουν ὅτι μέ τήν προφορική ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν στόν πνευματικό πατέρα τελείως καθαρίζονται ἀπ’ αὐτές. Ἀλλά εἶναι μάταιη ἡ ἐλπίδα τους. Δέν περιμένει τέτοια εἴδους μετάνοια ἀπό μᾶς ὁ Κύριος. Θέλει ἐμεῖς νά αἰσθανθοῦμε ὅλο τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, νά πονέσουμε γι’ αὐτές, νά τίς πλύνουμε μέ καρδιακά δάκρυα συντριβῆς καί νά δώσουμε στήν καρδιά μας σταθερή ὑπόσχεση ὅτι θά διορθώσουμε τή ζωή μας. Τότε μόνο ἡ μετάνοιά μας εἶναι πραγματικά εὐάρεστη στό Θεό.

Παραδείγματα τέτοιας μετάνοιας χρησιμεύουν σέ μᾶς, ὁ ἄσωτος υἱός, ὁ τελώνης, ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὀ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱερομάρτυρας Κυπριανός καί ἄλλοι. Μέ βαθειά λύπη πρέπει νά ποῦμε ὅτι μεγάλο μέρος τῶν σημερινῶν χριστιανῶν δέν προσφέρει τήν πρέπουσα μετάνοια καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ δέ διορθώνεται ἡ ζωή τους, ἡ ἁμαρτία τούς κυριεύει, τά πάθη τους δέν τιθασεύονται κι αὐτοί, ἀφοῦ δέν καθαρίζονται ἀπό τίς ἐσωτερικές πληγές, δέν ἀφήνουν τίς κακές τους συνήθειες καί δέ φέρουν καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας»58. Πολλοί ἐξομολογοῦνται ἀλλά λίγοι μετανοοῦν καί θεραπεύονται.

2)Τήρηση μέ χαρά τοῦ κανόνα-ἐπιτιμίου καί τῶν συμβουλῶν-ἐντολῶν τοῦ Πνευματικοῦ.


Γιά νά μήν ξαναπέσουμε ἀλλά ἀντίθετα νά ἀνεβοῦμε πνευματικά, θά πρέπει νά δεχθοῦμε μέ χαρά τό θεραπευτικό ἐπιτίμιο τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατρός καί νά τό τηρήσουμε γιά ὅσο χρόνο ἐκεῖνος μᾶς πεῖ. Ἐπίσης, θά πρέπει νά μήν ἀμελοῦμε τό καθημερινό Πνευματικό μας κανόνα (κομβοσχοίνια, μετάνοιες, Πνευματική μελέτη, προσευχή κ.λ.π.). Ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ διά τοῦ Πνευματικοῦ ἀλλά θεραπεύει.

Ἀναγκαία, ἐπίσης, εἶναι ἡ ὑπακοή στίς συμβουλές-ἐντολές τοῦ Πνευματικοῦ μας, ὅσο καί ἄν μᾶς φαίνονται ἐπαχθεῖς ἤ δυσκολοεφάρμοστες. Ὅταν ἐσωτερικά τίς ἐγκολπωθοῦμε καί ἀποφασίσουμε νά τίς βάλουμε σέ πράξη, τότε θά γίνει τό θαῦμα πού δέν περιμένουμε. Θά διαπιστώσουμε ὄχι μόνο ὅτι εἶναι πολύ εὔκολο νά τίς ἀκολουθήσουμε ἀλλά ὅτι εἶναι καί κατ’ ἐξοχήν ἀπελευθερωτικές καί σωτήριες γιά τήν ὕπαρξή μας.

3)Ὅχι συζήτηση μέ ἄλλους τῶν ὅσων εἰπώθηκαν στήν Ἐξομολόγηση.


Ὅπως ὁ ἱερέας δέν ἐπιτρέπεται νά ἀποκαλύψει τίποτε ἀπό ὅσα ἄκουσε, ἔτσι, καί τό πνευματικό παιδί δέν πρέπει νά ἀποκαλύψει σέ κανένα τά ὅσα τοῦ εἰπώθηκαν ἀπό τόν Πνευματικό. Αὐτά εἶναι τά προσωπικά του φάρμακα τά ὁποῖα γιά τόν ἄλλον μπορεῖ νά ἀποβοῦν βλαπτικά.

4)Ὄχι ἐνθύμηση τῶν ἐξομολογηθέντων ἁμαρτιῶν

Ἀφοῦ ἐξομολογηθοῦμε, ἄς μήν ξαναθυμηθοῦμε τά παλιά μας ἁμαρτήματα καί μάλιστα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τήν σάρκα. Ὁ Θεός μᾶς συγχώρησε ἐφ’ ὅσον ἐξομολογηθήκαμε σωστά. Δέν πρέπει νά τά ξαναποῦμε σέ ἄλλη μας ἐξομολόγηση μέ τήν σκέψη ὅτι ἴσως ὁ Θεός δέν μᾶς συγχώρησε τήν πρώτη φορά. Αὐτό εἶναι ἀπιστία ἀπέναντι στό μυστήριο τῆς Μετανοίας-Ἐξομολογήσεως. Ἐφ’ ὅσον ὁ Πνευματικός μᾶς διάβασε τήν συγχωρητική εὐχή τό θέμα ἔχει λήξει. Οἱ ἁμαρτίες μας ἐξαλείφθηκαν καί ἐμεῖς βγαίνουμε ἀπό τό Ἐξομολογητήριο ὡς ἀπό τήν κολυμβήθρα τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος πεντακάθαροι καί πάναγνοι. Κάποτε ρωτήσαν τόν Πατέρα Παΐσιο:

«Γέροντα, μετὰ τὴν ἐξομολόγηση δικαιολογεῖται νὰ νιώθης βάρος;» Ὁ Γέροντας ἀπάντησε:

«Γιατί νὰ νιώθης βάρος; Μὲ μία σωστὴ ἐξομολόγηση σβήνουν ὅλα τὰ παλιά. Ἀνοίγονται νέα δεφτέρια. Ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἀλλάζει τελείως ὁ ἄνθρωπος. Χάνονται ἡ ταραχή, ἡ ἀγριάδα, τὸ ἄγχος καὶ ἔρχονται ἡ γαλήνη, ἡ ἠρεμία.

Τόσο αἰσθητὸ εἶναι αὐτὸ ἀκόμη καὶ ἐξωτερικά, ποὺ λέω σὲ μερικοὺς νὰ φωτογραφηθοῦν πρὶν ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση καὶ μετὰ τὴν ἐξομολόγηση, γιὰ νὰ διαπιστώσουν καὶ οἱ ἴδιοι τὴν καλὴ ἀλλοίωση, γιατί στὸ πρόσωπο ζωγραφίζεται ἡ ἐσωτερικὴ πνευματικὴ κατάσταση. Τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας κάνουν θαύματα.

Ὅσο πλησιάζει κανεὶς στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, θεώνεται, καὶ ἑπόμενο εἶναι νὰ ἀκτινοβολῆ καὶ νὰ προδίδεται ἀπὸ τὴν θεία Χάρη.

- Δηλαδή, Γέροντα, μετὰ ἀπὸ μία εἰλικρινή ἐξομολόγηση νιώθεις ἀμέσως χαρά;

- Ὄχι πάντοτε. Μπορεῖ καὶ νὰ μὴ χαρῆς ἀμέσως, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ γεννιέται μέσα σου ἡ χαρά. Μετὰ τὴν ἐξομολόγηση χρειάζεται ἡ φιλότιμη ἀναγνώριση. Νὰ νιώθης ὅπως αὐτὸς ποὺ τοῦ χαρίζεται ἕνα χρέος ποὺ ἔχει, καὶ ἀπὸ φιλότιμο αἰσθάνεται εὐγνωμοσύνη καὶ ὑποχρέωση πρὸς τὸν εὐεργέτη του.

Νὰ εὐχαριστῆς τὸν Θεό, ἀλλὰ συγχρόνως νὰ ζῆς καὶ τὸ ψαλμικό: «τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διαπαντός», γιὰ νὰ μὴν ξεθαρρεύης καὶ ἐπαναλαμβάνης τὰ ἴδια σφάλματα.

- Γέροντα, διάβασα κάπου ὅτι οἱ δαίμονες θὰ μᾶς βασανίσουν στὴν ἄλλη ζωὴ ἀκόμη καὶ γιὰ ἕναν κακὸ λογισμὸ ποὺ δὲν ἐξομολογηθήκαμε.

- Κοίταξε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήση καὶ πῆ στὸν πνευματικὸ ὅ,τι θυμόταν, χωρὶς νὰ ἔχη τὴν πρόθεση νὰ κρύψη κάτι, τελείωσε· τὰ ταγκαλάκια δὲν ἔχουν καμμία ἐξουσία ἐπάνω του. Ὅταν ὅμως δὲν ἐξομολογηθῆ ἐν γνώσει του μερικὲς ἁμαρτίες του, θὰ βασανίζεται στὴν ἄλλη ζωὴ γι’ αὐτές.

- Γέροντα, ὅταν κάποιος ἐξομολογήθηκε νεανικά του σφάλματα, ἀλλὰ πάλι τὰ σκέφτεται καὶ ταλαιπωρῆται, εἶναι σωστὴ ἀντιμετώπιση;

- Ἂν ἔχη πολλὴ συντριβὴ γιὰ τὰ νεανικά του σφάλματα καὶ τὰ ἐξομολογήθηκε, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ταλαιπωρῆται, ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοῦ τὰ συγχώρησε ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὰ ἐξομολογήθηκε.

Στὸ ἑξῆς δὲν πρέπει νὰ σκαλίζη τὰ παλιά, ἰδίως σαρκικὰ ἁμαρτήματα, γιατί μπορεῖ νὰ πάθη ζημιά. Στὸν πόλεμο π.χ. πέφτει μία χειροβομβίδα δίπλα σὲ ἕναν στρατιώτη, ἀλλὰ τὸν φυλάει ὁ Θεὸς καὶ δὲν σκάζει. Ὅταν τελειώση ὁ πόλεμος, βρίσκει ὁ στρατιώτης τὴν χειροβομβίδα ποὺ δὲν ἔσκασε καὶ ἀρχίζει νὰ τὴν περιεργάζεται, καὶ τελικὰ ἀνατινάζεται στὸν ἀέρα σὲ καιρὸ εἰρήνης»59.

5) Ὄχι μνησικακία

Εἶναι γνωστή ἡ παραβολή τοῦ χρεώστη τῶν μυρίων ταλάντων (Ματθ. 18, 23-35). Αὐτός (ὁ χρεώστης τῶν μυρίων ταλάντων δηλ. ἐμεῖς) κατ’ ἀρχήν πῆρε τήν ἄφεση τοῦ χρέους του ἀπό τόν Θεό. Ἐπειδή ὅμως δέν ἄφησε τό μικρότατο χρέος πού εἶχε κάποιος σύνδουλός του (ὁ ὁποιοσδήποτε συνάνθρωπός μας) πρός αὐτόν, ὁ Βασιλιάς (Θεός) ἀκύρωσε τήν ἄφεση πού τοῦ εἶχε δώσει καί τοῦ ζήτησε πάλι τό δικό του τεράστιο χρέος.

Ἄν λοιπόν κι ἐμεῖς παρ’ ὅλο πού συγχωρηθήκαμε ἀπό τόν Θεό διά τῆς Ἐξομολογήσεως δέν φροντίσουμε νά συγχωρήσουμε ἀπό καρδίας, ὅλους τούς συνανθρώπους μας ὅ,τι καί ἄν μᾶς ἔχουν κάνει, δέν συγχωρούμαστε τελικά. Ὁ Θεός ἀκυρώνει τήν ἄφεση πού μᾶς ἔχει δώσει διότι κι ἐμεῖς δέν συγχωροῦμε τούς ἀδελφούς μας. Ἡ μνησικακία, ἡ ὀργή, τό μίσος, ἡ κακία πού τρέφουμε μέσα μας ἀκυρώνει ὅλες τίς ἐξομολογήσεις μας καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν αἰώνια κόλαση (ὅπως τόν ἄσπλαχνο δοῦλο καί χρεώστη τῶν μυρίων ταλάντων) ἄν δέν μετανοήσουμε καί δέν συγχωρήσουμε-ἀγαπήσουμε ἀπό καρδίας ὅλους.

6)Συχνή ἐξομολόγηση

Καλό εἶναι νά ἐξομολογούμαστε συχνά. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς προέτρεπε τούς ἀνθρώπους: «Καί ἄν ἡμπορεῖτε νά ἐξομολογᾶσθε κάθε ἡμέραν, καλόν καί ἅγιον εἶναι. Εἰδέ καί δέν ἡμπορεῖτε καθ’ ἡμέραν, ἄς εἶναι μία φορά τήν ἑβδομάδα καί μία φορά τόν μῆνα ἤ τό ὀλιγώτερον τέσσαρες φορές τόν χρόνον»60. Τό ἐλάχιστο δηλαδή εἶναι νά ἐξομολογεῖται ὁ πιστός τέσσερις φορές τό χρόνο, πρίν ἀπό τίς τέσσερις μεγάλες νηστεῖες (Χριστουγέννων, Μ. Τεσσαρακοστῆς, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς ‘Υπεραγίας Θεοτόκου τό Δεκαπενταύγουστο). Αὐτό ἴσως ἰσχύει γιά ὅσους εἶναι πνευματικά ἀνεβασμένοι. Αὐτοί ὅμως οἱ ὁποῖοι εἶναι πνευματικά ἀρχάριοι καί ὁ πόλεμος μέ τά πάθη εἶναι ἔντονος, θά πρέπει νά ἐξομολογοῦνται πολύ συχνά, ὥστε νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό αὐτά.

7) Γενική ἐξομολόγηση

Ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν εἶναι καλό ὁ πιστός νά κάνει μία γενική ἐξομολόγηση.

Ἡ γενική αὐτή ἐξομολόγηση, δίδασκε ὁ πολυχαρισματοῦχος καί σοφός Γέροντας Πορφύριος, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο ἀπό τίς βλάβες τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτιῶν, ἀλλά καί ἀπό τά ποικίλα ψυχολογικά τραύματα καθώς καί ἀπό τά βιώματα τῶν προγόνων του.

Αὐτή ἡ σπουδαία λειτουργία τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης (δηλ. ἡ θεραπεία τῶν ψυχολογικῶν τραυμάτων τοῦ ἀνθρώπου), μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Γέροντα.

«Ὁ κάθε ἄνθρωπος», δίδασκε ὁ πολυχαρισματοῦχος Πνευματικός Γέρων Πορφύριος,«ἔχει πάρει μέσα του καί τά βιώματα τῶν γονέων του καί εἰδικά τῆς μητέρας»61. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού «ἀκτινοβολεῖται» ἀπό τόν πνευματικό, στήν διάρκεια μιᾶς Γενικῆς Ἐξομολόγησης, ἐπουλώνει τίς ἀνοιχτές αἱμορροοῦσες πληγές τῶν τραυματικῶν βιωμάτων τοῦ παρελθόντος.

«Ἡ Θεία Ψυχανάλυση», ὅπως ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας τήν διαδικασία τῆς Γενικῆς ἐξομολόγησης, εἶναι αὐτή πού ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή ψυχοθεραπεία. Ἐξωτερικά ἡ Γενική Ἐξομολόγηση, ὅπως τήν περιγράφει ὁ π. Πορφύριος, μοιάζει μέ τήν ψυχανάλυση. Στήν πραγματικότητα εἶναι κάτι πάρα πολύ ἀνώτερο καί ἀποτελεσματικότερο. Στήν «κοσμική ψυχανάλυση» γίνεται μία ἀναμόχλευση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς ὅμως δυνατότητα θεραπείας. Εἶναι μία «ἀτέλειωτη κουβέντα» πού δέν ὁδηγεῖ πουθενά, ἀλλά ἀντίθετα μπορεῖ καί νά βλάψει.

Διά τῆς «κοσμικῆς ψυχανάλυσης» γίνεται καί ζημιά, ἀφοῦ, ὅταν κανείς:

α) θυμᾶται τό παρελθόν καί

β) ἀσχολεῖται μέ τά ὄνειρα

(καί τά δύο αὐτά οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπαγορεύουν νά τά κάνουμε), δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ἀνακατεύει τόν βοῦρκο. Ὡς ἀποτέλεσμα, ἔχουμε τό θόλωμα τῆς ψυχῆς καί τήν ἀνάδοση δυσωδῶν ἀναθυμιάσεων, οἱ ὁποῖες μολύνουν ἀκόμη περισσότερο τόν ἄνθρωπο.

Ἡ Γενική Ἐξομολόγηση ὅμως, ἐπειδή διοχετεύει τήν θεραπευτική Χάρη σ’ ὅλη τήν ψυχή μέχρι τό βάθος της, ἐνεργεῖ σάν μία «θεία ψυχανάλυση καί ψυχοθεραπεία ἀληθινή».

Ὁ π. Πορφύριος ἀναφέρει τέτοιες περιπτώσεις θεραπείας διά τῆς Γενικῆς Ἐξομολόγησης.

Γιά μία κυρία πού τήν ἐξομολόγησε ἔλεγε: «Τήν παρακολουθοῦσα (τήν ὥρα πού τήν ἐξομολογοῦσε) μέσα στήν ψυχή της κι “ἔβλεπα” ὅτι πήγαινε Χάρη μέσα της, ὅπως τήν εκοίταζα ἐγώ»62.

Ὁ πνευματικός, ὅταν εὔχεται, ἐκπέμπει ἀκτίνες θείας Χάρης πού θεραπεύουν τόν ἐξομολογούμενο. «Ὅλοι οἱ πνευματικοί, οἱ ἐξομολόγοι, ἔχουν αὐτήν τήν χάρη», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «κι ὅταν εὔχονται τήν ἐκπέμπουν ὡς ἀγωγοί»63.

Συμβούλευε κάποτε πνευματικό του παιδί τά ἑξῆς: «Νά γίνεται, παιδί μου, κατά καιρούς στήν ζωή μας καί μιά γενική ἐξομολόγηση, διότι διάφορα ψυχολογικά τραύματα ἤ διάφορα σοβαρά συμβάντα μᾶς δημιουργοῦν σωματικές ἀσθένειες. Στήν ἐξομολόγηση νά μή λέμε μόνο τά ἁμαρτήματά μας ἀλλά καί τούς διάφορους λογισμούς, π.χ. φόβου, λύπης, χαρᾶς, στενοχώριας πού περνᾶμε ἀπό διάφορα γεγονότα ἤ συμβάντα, ὅπως σεισμούς, θανάτους, γάμους, ὀλιγοπιστίες κ.λπ.»64.

Ἐπίλογος

Ἄς παρακαλοῦμε λοιπόν θερμά τόν Κύριο, ὥστε «τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι» 65.

Ἄς ζητοῦμε «μετάνοιαν ὁλόκληρον καί καρδίαν ἐπίπονον εἰς ἀναζήτησίν Του»66 , γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς μερίδος τῶν Ἁγίων πού εἰσῆλθαν διά τῆς Μετανοίας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

«Ὡς ὁ ληστής, ὡς ὁ τελώνης καί ὡς ὁ ἄσωτος» ἄς ἐξομολογούμαστε ταπεινά γιά νά δικαιωθοῦμε ἀπό τόν Ἀγαθοδότη Πολυέλεο καί Πολυεύσπλαχνο Κύριο καί νά ἀξιωθοῦμε τῆς ἐπουρανίου Του Βασιλείας διά πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Αὐτοῦ Μητρός Ὑπεραγίας Θεοτόκου, Πάντων τῶν Ἁγίων καί δι’ εὐχῶν τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατρός. Ἀμήν»

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ!

1«ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ», Ἐκδ. Ἱ. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, oparadeisos.wordpress.com

2 Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἅπαντα, Ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου (σελ. 68-81), Λόγος Δέκατος Πρῶτος, α) Ὁ ὁποῖος ἐγράφη εἰς ἕνα του μαθητὴν κοσμικόν, καὶ διαλαμβάνει μὲ ποῖον τρόπον δύναται τινὰς νὰ γνωρίση ἅγιον ἄνδρα. β) Καὶ πῶς, ἢ τί νὰ κάμνῃ, διὰ νὰ τὸν εὕρῃ. γ) Καὶ ἀφ’ οὗ τὸν ἐπιτύχῃ, πῶς πρέπει νὰ τὸν ἔχῃ, http://eugenikos.blogspot.com/2012/02/blog-post_12.html

3SC 104, 346 Στό: Μητρ. Ἱεροθ. Βλάχου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, ἔκδ. Ζ΄, Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, Κεφ. Β΄, Ἀναζήτηση θεραπευτῶν.

4SC 129, 186-188 Στό: Μητρ. Ἱεροθ. Βλάχου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, ἔκδ. Ζ΄, Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, Κεφ. Β΄, Ἀναζήτηση θεραπευτῶν.

5 Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἅπαντα, Ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου (σελ. 68-81), Λόγος Δέκατος Πρῶτος, α) Ὁ ὁποῖος ἐγράφη εἰς ἕνα του μαθητὴν κοσμικόν, καὶ διαλαμβάνει μὲ ποῖον τρόπον δύναται τινὰς νὰ γνωρίση ἅγιον ἄνδρα. β) Καὶ πῶς, ἢ τί νὰ κάμνῃ, διὰ νὰ τὸν εὕρῃ. γ) Καὶ ἀφ’ οὗ τὸν ἐπιτύχῃ, πῶς πρέπει νὰ τὸν ἔχῃ, http://eugenikos.blogspot.com/2012/02/blog-post_12.html

6 Ὅ.π.

7 Ὅ.π.

8 Ὅ.π.

9 Πρβλ. Μτ. 12, 33.

10Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἅπαντα, Ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου (σελ. 68-81), Λόγος Δέκατος Πρῶτος, α) Ὁ ὁποῖος ἐγράφη εἰς ἕνα του μαθητὴν κοσμικόν, καὶ διαλαμβάνει μὲ ποῖον τρόπον δύναται τινὰς νὰ γνωρίση ἅγιον ἄνδρα. β) Καὶ πῶς, ἢ τί νὰ κάμνῃ, διὰ νὰ τὸν εὕρῃ. γ) Καὶ ἀφ’ οὗ τὸν ἐπιτύχῃ, πῶς πρέπει νὰ τὸν ἔχῃ, http://eugenikos.blogspot.com/2012/02/blog-post_12.html

11Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔργα, Ε.Π.Ε. τόμος 9, σελ. 512-514, στό: Μητρ. Ἱεροθ. Βλάχου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, ἔκδ. Ζ΄, Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, Κεφ. Β΄, Ἀναζήτηση θεραπευτῶν.

12 Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί προσευχῆς, Β’ περί τοῦ ἔργου τοῦ πνευματικοῦ πατρός Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1993, σελ. 211, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

13SC 104, σελ. 340-342, στό: Μητρ. Ἱεροθ. Βλάχου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, ἔκδ. Ζ΄, Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, Κεφ. Β΄, Ἀναζήτηση θεραπευτῶν.

14Μητρ. Ἱεροθ. Βλάχου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, ἔκδ. Ζ΄, Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, Κεφ. Β΄, Ἀναζήτηση θεραπευτῶν.

15 Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί προσευχῆς, Β’ περί τοῦ ἔργου τοῦ πνευματικοῦ πατρός Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1993, σελ. 215, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

16Σέ δύο περιπτώσεις σύμφωνα μέ τήν Πατερική παράδοση ἐπιτρέπεται-ἐπιβάλλεται ἡ ἀπομάκρυνση:α) Ἄν ὁ Πνευματικός Πατέρας ἐκεῖνος πλανηθεῖ ὡς πρός τό δόγμα ἤ β)πέσει σέ ἀνηθικότητα μέ τήν στενή ἔννοια τοῦ ὅρου.

17 Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί προσευχῆς, Β’ περί τοῦ ἔργου τοῦ πνευματικοῦ πατρός Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1993, σελ. 218, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

18 Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί προσευχῆς, Β’ περί τοῦ ἔργου τοῦ πνευματικοῦ πατρός Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1993, σελ. 215, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

19 Ὅ.π. σελ. 214.

20 Ὅ.π. σελ. 222.

21πρ. Γεωργ. Κουγιουμτζόγλου, ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ, Ἀπό τό βιβλίο: “Λατρευτικό Ἐγχειρίδιο” , http://www.pigizois.net/latreia/mistiria_ekklisias.htm

22 Καζάζη Γ. «Ὁ ἐγκληματοπροληπτικός ρόλος τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως», Διπλωματική ἐργασία, Ἀθήνα, 17-1-08, http://library.panteion.gr:8080/dspace/bitstream/123456789/732/1/kazazis.pdf . «Ὡστόσο, σέ μία περίπτωση ἐγκλήματος, ὁ ἱερέας ἴσως παροτρύνει τόν μετανοήσαντα νά παραδοθεῖ στίς Ἀρχές. Ὡστόσο, αὐτό εἶναι καί τό σημεῖο, μέχρι τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἐξασκήσει ἐπίδραση στόν παραβατικό. Δέ μπορεῖ εὐθέως ἤ μέ πλάγιο τρόπο νά ἀποκαλύψῃ τό περιστατικό στίς Πολιτικές Ἀρχές ὁ ἴδιος.

Βέβαια, ὑπάρχουν περιορισμένες ὑποθέσεις, ὅπου στοιχεῖα μιᾶς ἐξομολόγησης μποροῦν νά ἀποκαλυφθοῦν σέ ἄλλους, ἀλλά πάντα μέ τήν ἄδεια τοῦ πιστοῦ καί πάντοτε χωρίς νά ἀποκαλυφθεῖ στήν πραγματικότητα ἡ ταυτότητα τοῦ παραβατικοῦ. Γιά παράδειγμα, τέτοια εἶναι ἡ περίπτωση, ὅπου ἀσυνήθιστα σοβαρά ἀδικήματα, ὅπως κάποια ἀφοριστικά τέτοια, παραπέμπονται στόν Ἐπίσκοπο ἤ ἀκόμα καί στήν Ἱερά Σύνοδο καί ὅπου ἡ ἄδειά τους γιά τήν παραχώρηση ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν θά ‘πρεπε πρῶτα νά ἀποκτᾶται» (Ἀπόσπασμα ἀπό τήν προαναφερθεῖσα διπλωματική ἐργασία τοῦ Γ. Καζάζη).

Ὑπάρχουν καί σπάνιες περιπτώσεις ὅπου διακριτικά τό ἀπόρρητο ἐν μέρει παραβιάζεται ἀπό τούς Πνευματικούς «ὅταν γνωρίζουν ἀπό τήν ἐξομολόγηση ὅτι κάποιος ἄλλος ἀθῶος βρίσκεται ὑπό ἐγκλεισμό, ἀντί τοῦ πραγματικοῦ ἐνόχου. Ἐπικαλούμενοι, λοιπόν, τό ἀπόρρητο τῆς Ἐξομολογήσεως, καταθέτουν τήν ἀλήθεια πού ἔχουν μάθει στίς Ἀρχές, ὥστε νά ἐλευθερωθῇ ὁ ἀθῶος, δίχως πάντως νά προδώσουν τόν ἐξομολογούμενο, μέ τήν ὀνομαστική ἀνακοίνωση τοῦ πραγματικοῦ ἐνόχου. Ἐπιπροσθέτως, ἡ ἱερατική ἰδιότητα ἀπαλλάσσει ἕναν Πνευματικό ἀπό τό νά προσέρχεται ὡς μάρτυρας σέ κάποιο δικαστήριο, ἀφοῦ ἀκόμα καί ἐάν γνωρίζῃ κάτι γιά μία ὑπόθεση, τό ἀπόρρητο τόν δεσμεύει νά τηρήσῃ σιγή» (Ἀπόσπασμα ἀπό τήν προαναφερθεῖσα διπλωματική ἐργασία τοῦ Γ. Καζάζη).

23πρ. Γεωργ. Κουγιουμτζόγλου, ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ, Ἀπό τό βιβλίο: “Λατρευτικό Ἐγχειρίδιο” , http://www.pigizois.net/latreia/mistiria_ekklisias.htm

24Γεροντικόν, ἐκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 53, γ’, στό: Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγ. ΒλασίουἸεροθέου,

Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική ἀγωγή) , Ἔκδοση Ζ’ Ἱερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας)http://www.scribd.com/api_user_11797_paraskevoudis/d/7011415

25 Πρβλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγ. ΒλασίουἸεροθέου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική ἀγωγή) , Ἔκδοση Ζ’ Ἱερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας)http://www.scribd.com/api_user_11797_paraskevoudis/d/7011415

26«ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ», Ἐκδ. Ἱ. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, oparadeisos.wordpress.com

27Πρβλ. «ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ», Ἐκδ. Ἱ. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, oparadeisos.wordpress.com

28«ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ», Ἐκδ. Ἱ. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, oparadeisos.wordpress.com

29 Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί προσευχῆς, Β’ περί τοῦ ἔργου τοῦ πνευματικοῦ πατρός, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1993, σελ. 223, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

30 Ὅ. π. σελ. 223-4

31 Ὅ.π. σελ. 210.

32Μητροπολίτης Κυρηνείας Παῦλος, Ἡ ψυχολογία τῶν ἐξομολογουμένων ἐπιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html

33Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί προσευχῆς, Β’ περί τοῦ ἔργου τοῦ πνευματικοῦ πατρός Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1993, σελ. 213, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

34 Ὅ.π. σελ. 209.

35Μητροπολίτης Κυρηνείας Παῦλος, Ἡ ψυχολογία τῶν ἐξομολογουμένων ἐπιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html


36 Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί προσευχῆς, Β’ περί τοῦ ἔργου τοῦ πνευματικοῦ πατρός Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1993, σελ. 216, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30


37Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html

38Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Δορμπαράκη,http://leimwnas.blogspot.com/2011/06/blog-post_1773.html

39Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html

40 Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί προσευχῆς, Β’ περί τοῦ ἔργου τοῦ πνευματικοῦ πατρός Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1993, σελ. 217, http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30

41Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html

42 Ὅ.π.

43 Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html

44Μητροπολίτης Κυρηνείας Παύλος, Η ψυχολογία των εξομολογουμένων επιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html

45 Γέροντος Παϊσίου, Ἡ σωστή ἐξομολόγηση, http://hristospanagia3.blogspot.com/2011/10/blog-post_2758.html

46 Ὅ.π.

47Γέροντος Παϊσίου : Περὶ ἐξομολόγησης,Τὰ ἐλαφρυντικὰ στὴν ἐξομολόγησή μας γίνονται ἐπιβαρυντικὰ γιὰ τὴν συνείδηση, http://agiabarbarapatras.blogspot.com/2009/07/blog-post_5658.html.

48Γιατί ἡ Ἐξομολόγηση Σώζει; (Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου) (Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΜΕ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ, ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ», Τόμος Β΄), http://sites.google.com/site/orthodoxy1054/giati-e-exomologese-sozei-gerontos-paiesiou-tou-agioreitou

49Λόγος γιὰ τὴ μετάνοια (Ἄγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος), http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1130

50ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ – Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ, Μετάφραση ἀπὸ τὴ ρωσικὴ γλώσσα: Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Φωτοπουλος, Διδαχὲς τοῦ στάρετς Σάββα, Αποσπάσματα ποῦ ἐλήφθησαν ἀπὸ τὰ κηρύγματά του, Περὶ ἁπλότητας - Περὶ μετανοίας, http://hristospanagia1.wordpress.com/2010/09/13/

51Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 229.

52Ὅ.π.,σελ. 229.

53ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ – Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ, Μετάφραση ἀπὸ τὴ ρωσικὴ γλώσσα: Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Φωτοπουλος, Διδαχὲς τοῦ στάρετς Σάββα, Αποσπάσματα ποῦ ἐλήφθησαν ἀπὸ τὰ κηρύγματά του, Περὶ ἁπλότητας - Περὶ μετανοίας, http://hristospanagia1.wordpress.com/2010/09/13/

54 Γέροντος Παϊσίου, Αὐτομεμψία ὄχι ἀπελπισία, http://o-kalos-poimin.blogspot.com/2011/10/blog-post_21.html

55 Γέροντος Παϊσίου, Αὐτομεμψία ὄχι ἀπελπισία, http://o-kalos-poimin.blogspot.com/2011/10/blog-post_21.html

56 Μορμολύκια: Σκιάχτρα, κάτι πού σκοπό ἔχει νά προκαλέσει φόβο λ.χ. τά σκιάχτρα (ψεύτικα ἀνθρωπάκια) πού βάζουμε στούς κήπους γιά νά ἀπομακρύνουμε τά πουλιά.

57Από ποῦ προέρχονται οἱ βλάσφημοι λογισμοί, http://geron-paisios.blogspot.com/2010/06/blog-post_7272.html

58ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ – Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ, Μετάφραση ἀπὸ τὴ ρωσικὴ γλώσσα: Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Φωτοπουλος, Διδαχὲς τοῦ στάρετς Σάββα, Αποσπάσματα ποῦ ἐλήφθησαν ἀπὸ τὰ κηρύγματά του, Περὶ ἁπλότητας - Περὶ μετανοίας, http://hristospanagia1.wordpress.com/2010/09/13/

59 π.Παισιος,http://agioritis.pblogs.gr/2009/09/meta-thn-exomologhsh.html

60Διδαχή Γ΄ 173-4, ἔκδ. Ἰω. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ,Διδαχές,Ἀθήνα 1979, σ. 231.

61Ὅ.π.,σελ. 369.

62Ὅ.π.,σελ. 371.

63Ὅ.π.,σελ. 372.

64Ἀναστασίου Τζαβάρα, Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν γέροντα Πορφύριο, Ἀθήνα 2001, σελ. 141.

65Μητροπολίτης Κυρηνείας Παύλος, Η ψυχολογία των εξομολογουμένων επιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html

66 Εὐχὴ τοῦ Κανόνος εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτηςhttp://HristosPanagia3.blogspot.com

0 Comments:

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]

<< Home


Κέρσορες © "Copy/Paste"