Η χώρα του ονείρου: Πῶς πρέπει νά συμπεριφέρονται οἱ ἐκκλησιαζόμενοι.

Η χώρα του ονείρου

“Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες τ’ άπειρο, μες τ’ άστρα, μες τα μεγαλεία του Θεού, μες τη σιωπή. Όποιος θέλει να γίνει Χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Γέροντας Πορφύριος

Friday, December 09, 2011

Πῶς πρέπει νά συμπεριφέρονται οἱ ἐκκλησιαζόμενοι.

ΠΩΣ ΠΡΕ­ΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜ­ΠΕ­ΡΙ­ΦΕΡΟΝ­ΤΑΙ ΟΙ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙ­Α­ΖΟΜΕ­ΝΟΙ




Ἄν πεί­σθη­κες ὅ­τι ἔ­χεις πνευ­μα­τι­κό συμ­φέ­ρο καί πρέ­πει νά ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­σαι, ἀ­γα­πη­τέ ἀ­να­γνώ­στη, θά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζεις καί πῶς θά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι μέ­σα στό Να­ό. Ὁ ἀ­πό­στο­λος λέ­γει, « Πάν­τα εὐ­σχη­μό­νως καί κα­τά τά­ξιν γι­νέ­σθω» [10] Δη­λα­δή οἱ χρι­στια­νοί πρέ­πει νά εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι τῆς τά­ξε­ως καί τῆς εὐ­πρέ­πειας καί ὄ­χι ἄν­θρω­ποι ἀ­κα­τα­στα­σί­ας καί θο­ρύ­βου, ὅ­πως δυ­στυ­χῶς συμ­βαί­νει σέ με­ρι­κούς Να­ούς μας κα­τά τήν ὥ­ρα τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας.



Συ­νή­θει­ες πού προ­κα­λοῦν τό θό­ρυ­βο καί τήν ἀ­κα­τα­στα­σί­α, καί πρέ­πει νά ἀ­πο­φεύ­γον­ται εἶ­ναι οἱ ἑ­ξῆς:



Α) Οἱ ἄ­σκο­πες κι­νή­σεις, οἱ ὁ­μι­λί­ες με­τα­ξύ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­ζο­μέ­νων, ἡ προ­σκύ­νη­ση τῶν εἰ­κό­νων σέ ἀ­κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, οἱ ὁ­μι­λί­ες μέ τό δι­πλα­νό, ἀ­κό­μα καί μι­ά κα­λή πρά­ξη, τό ἄ­ναμ­μα κε­ρι­ῶν ὅ­ταν δι­α­βά­ζον­ται τά Εὐ­αγ­γέ­λια, γί­νον­ται ὅ­λα αὐ­τά αἰ­τί­α θο­ρύ­βου καί ἀ­τα­ξί­ας.



Β)Γι­ά ἀ­πο­φύ­γου­με τό θό­ρυ­βο καί τήν ἀ­τα­ξί­α μέ­σα στήν ἐκ­κλη­σί­α μας, θά συμ­βου­λεύ­α­με τό χρι­στια­νό τά ἀ­κό­λου­θα: Μπαί­νον­τας στό Να­ό, ὁ χρι­στια­νός, ἄν δι­α­βά­ζε­ται τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ὁ «Ἐ­ξά­ψαλ­μος» θά στα­θεῖ ἀ­κί­νη­τος καί μό­λις τε­λει­ώ­σει τό δι­ά­βα­σμα θά προ­χω­ρή­σει νά ἀ­νά­ψει τό κε­ρί του καί νά προ­σκυ­νή­σει τίς εἰ­κό­νες. Αὐ­τό ἐ­πι­τρέ­πε­ται μέ­χρι τήν ὥ­ρα πού θά ἀρ­χί­σει ἡ με­γά­λη Δο­ξο­λο­γί­α. Ἀ­πό τήν ὥ­ρα ὅ­μως πού ἄρ­χι­σε νά ψάλ­λε­ται ἡ δο­ξο­λο­γί­α καί μπρός, ὅ­ταν μπεῖ στό να­ό θά ἀ­νά­ψει μέ προ­σο­χή τό κε­ρί ­του, θά προ­σκυ­νή­σει τήν εἰ­κό­να στό προ­σκυ­νη­τά­ρι καί μέ προ­σο­χή, χω­ρίς θό­ρυ­βο θά βρεῖ κά­ποι­ο τό­πο νά πα­ρα­μεί­νει καί μέ κα­τά­νυ­ξη νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ μέ­χρι τό τέ­λος τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Χω­ρίς κου­βέν­τα μέ τό δι­πλα­νό πού συ­νή­θως γί­νε­ται καί δέν προ­σέ­χουν οἱ ἄν­θρω­ποι στά τε­λού­με­να. Θά ἦ­ταν κα­λό καί ὠ­φέ­λι­μο νά κρα­τοῦν οἱ χρι­στια­νοί ἕ­να ἐγ­κόλ­πιο τῆς Θεί­ας Λε­ο­τουρ­γί­ας καί νά πα­ρα­κο­λου­θοῦν γι­ά νά μήν ἀ­πο­σπᾶ­ται ἡ προ­σο­χή τους



Γ) Κά­τι ἄλ­λο πού πρέ­πει νά ἀ­πο­φεύ­γε­ται εἶ­ναι ἡ συ­νή­θεια με­ρι­κῶν, ὅ­ταν θά τούς κα­λέ­σει ὁ λει­τουρ­γός νά κοι­νω­νή­σουν τρέ­χουν καί σκουν­τοῦν γι­ά νά προ­σκυ­νή­σουν καί δη­μι­ουρ­γοῦν με­γά­λο θο­ρυ­βο. Ἐ­κεί­νη τή στιγ­μή, ἔ­χεις ἀ­δελ­φέ μου μπρο­στά ­σου τό Βα­σι­λέ­α τοῦ κό­σμου καί τρέ­χεις νά προ­σκυ­νή­σεις τούς δού­λους Του; Εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­χρεί­α­στο αὐ­τό καί δέν πρέ­πει νά γί­νε­ται. Ἀ­φοῦ καί μι­ά ὑ­πό­κλη­ση εἶ­ναι προ­σκύ­νη­ση. Ἀλ­λά καί τό σκούν­τη­μα τήν ὥ­ρα τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας εἶ­ναι με­γά­λη ἀ­σέ­βεια. Τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ἄν εἴ­μα­στε σω­στοί χρι­στια­νοί καί ἀ­δελ­φοί ἐν Χρι­στῷ θά δί­να­με προ­τε­ρε­ό­τη­τα στούς ἄλ­λους καί ὄ­χι νά βι­α­ζό­μα­στε καί νά δη­μι­ουρ­γοῦ­με θό­ρυ­βο.



Ἐ­κεῖ­νο πού πρέ­πει νά ἔ­χει στό νοῦ του κά­θε ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νος εἶ­ναι: Νά ἀ­φή­νει ἐ­κτός τοῦ να­οῦ τίς ἐρ­γα­σί­ες του τίς μέ­ρι­μνές του καί ὅ­λα ὅ­σα τόν ἐμ­πο­δί­ζουν νά προ­συ­λω­θεῖ στά τε­λού­με­να μέ­σα στό να­ό, γι­ά νά μπο­ρέ­σει νά ἔ­χει πραγ­μα­τι­κή ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τό Θε­ό.



Θά πρέ­πει ἀ­κό­μα νά το­νί­σου­με ὅ­τι ὁ χρι­στια­νός πρέ­πει ἀ­πό τό βρά­δυ τῆς προ­η­γού­με­νης μέ­ρας θά πρέ­πει νά προ­ε­τοι­μά­ζε­ται γι­ά τήν ἐκ­κλη­σί­α. Νά κοι­μᾶ­ται ἐ­νω­ρίς νά ἀ­πό­φεύ­γει ἐ­ξό­δους καί θε­ά­μα­τα πού τόν ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζουν, νά κά­νει πι­ό πολ­λή προ­σευ­χή καί ἄν θά κοι­νω­νή­σει νά δι­α­βά­ζει καί τήν «Ἀ­κο­λου­θί­α τῆς Θεί­ας Με­τά­λη­ψης»



*­*­*­*­*­*­**



Δ).Ἕ­να ἄλ­λο πρό­βλη­μα πού χα­λᾶ τήν τά­ξη στή ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι πού δέν γνω­ρί­ζουν οἱ χρι­στια­νοί πό­τε θά κά­θον­ται καί πό­τε θά στέ­κον­ται, καί ἄλ­λοι κά­θον­ται τήν ὥ­ρα πού πρέ­πει νά στέ­κον­ται καί ἄλ­λοι στέ­κον­ται τήν ὥ­ρα πού πρέ­πει νά κά­θον­ται.



Γι­ά νά ἐ­πι­κρα­τή­σει ὁ­μοι­ο­μορ­φί­α καί τά­ξη στην ἐκ­κλη­σί­α μας, θά ὑ­πο­δεί­ξου­με σέ ποι­ά μέ­ρη τοῦ Ὄρ­θρου καί τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας μπο­ροῦ­με νά κα­θό­μα­στε καί πό­τε μπο­ροῦ­με νά στε­κό­μα­στε.



α) Κα­τά τή δι­άρ­κεια τοῦ ῎Ορ­θρου



1) Δέν κα­θό­μα­στε στή δι­άρ­κεια πού δι­α­βά­ζε­ται «ὁ Ἑ­ξά­ψαλ­μος».



2) Δέν κα­θό­μα­στε ὅ­ταν δι­α­βά­ζε­ται τό «῾Ε­ω­θι­νό Εὐ­αγ­γέ­λιο».



3) Δέν κα­θό­μα­στε ὅ­ταν ψάλ­λον­ται οἱ « Κα­τα­βα­σί­ες» καί ἡ« Ἑ­νά­τη ᾿Ω­δή » (Τήν Τι­μι­ω­τέ­ραν).



4) Δέν κα­θό­μα­στε ὅ­τα ψάλ­λε­ται ἡ «Δο­ξο­λο­γί­α ».



β) Κα­τά τή δι­άρ­κεια τῆς Θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας.



Με­τά τή δο­ξο­λο­γι­κή ἐκ­φώ­νη­ση, « Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ βα­σι­λε­ί­α.­.­», καί ὅ­ταν ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἤ ὁ δι­ά­κο­νος ἀρ­χί­σει τά «Εἰ­ρη­νι­κά» (᾿Εν εἰ­ρή­νη τοῦ Κυ­ρί­ου δε­η­θῶ­μεν) μπο­ροῦ­με νά κα­θί­σου­με, καί θά ση­κω­θοῦ­με ὅ­ταν ἀρ­χί­σουν οἱ ψάλ­τες νά ψά­λουν τά «᾿Αν­τί­φω­να»­-(Ταῖς πρε­σβε­ί­αις τῆς Θε­ο­τό­κου.­.­.) Καί τό «Σῶ­σον ἡ­μᾶς Υἱ­έ Θε­οῦ.­.» (Ἐ­δῶ θά ἤ­θε­λα νά κά­μω μιά πα­ρέν­θε­ση, για­τί προ­βλή­θη­κε ὁ ἰ­σχυ­ρι­σμός ὅ­τι στήν ἀρ­χαί­α ἐκ­κλη­σί­α, τἠν ώ­ρα αὐ­τή, τό ἐκ­κλη­σί­α­σμα κα­θό­ταν, ἀ­γνο­οῦν ὅ­μως τό­τε τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη, ψάλ­λον­ταν ὄ­χι «ταῖς πρε­σβεῖ­αις», καί «τό Σῶ­σον ὑ­μᾶς», ἀλ­λά ψάλ­λον­ταν τά «Τυ­πι­κά» ψαλ­μοί τοῦ Δαυ­ΐδ, καί μπο­ροῦ­σαν νά κά­θον­ται. Τώρα ὅμως ἔχουμε ἱκεσία πρός τον Κύριο γιά σωτηρία καί νομίζω θά ἦταν ἄτοπο τό κάθισμα.)



Θά με­ί­νου­με ὄρ­θιοι μέ­χρι πού θά γί­νει καί ἡ «Μι­κρή Εἴ­σο­δος». Με­τά τή «Μι­κρή Εἴ­σο­δο» κα­θό­μα­στε μέ­χρι πού νά ἀρ­χί­σουν οἱ ψάλ­τες νά ψάλ­λουν τόν « Τρι­σά­γιον ῞Υ­μνον», τό (῞Α­γιος ὁ Θε­ός). ῞Ο­ταν ἀρ­χί­σει νά δι­α­βά­ζε­ται τό ἀ­πο­στο­λι­κόν ἀ­νά­γνω­σμα, τό­τε κα­θό­μα­στε, γι­ά νά ση­κω­θοῦ­μεν ὅ­ταν θά δι­α­βα­στεῖ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς ἡ­μέ­ρας. Με­τά τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, ὁ δι­ά­κο­νος ἤ ὁ ἱ­ε­ρέ­ας λέ­γουν τήν«᾿Ε­κτε­νῆ Δέ­η­ση», καί τό­τε μπο­ροῦ­με νά κα­θί­σο­υμε μέ­χρι πού νά τε­λει­ώ­σει ἡ δέ­η­ση καί θά ἐκ­φω­νή­σει ὁ λει­τουρ­γός, τήν ἐκ­φώ­νη­ση, (῞Ο­τι ἐ­λε­ή­μων καί φι­λάν­θρω­πος Θε­ός ὑ­πάρ­χεις.­.­.) ᾿Απ᾿ ἐ­δῶ καί μπρός ση­κω­νό­μα­στε καί πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με μέ κα­τά­νυ­ξη τίς εὐ­χές πού δι­α­βά­ζει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, προ­ε­τι­μα­ζό­με­νος γι­ά τήν τέ­λε­ση τῆς ἀ­να­ί­μα­κτης Θυ­σί­ας. Μέ­νο­μεν ὄρ­θιοι καί κα­τά τή δι­άρ­κεια τοῦ « Χε­ρου­βι­κοῦ ῾Υ­μνου» καί πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι δέν εἶ­ναι σω­στό νά κα­θό­μα­στε τήν ὥ­ρα πού οἱ ψάλ­τες ψάλ­λουν «οἱ τά Χε­ρου­βίμ μυ­στι­κῶς εἰ­κο­νί­ζον­τες», ἐ­πει­δή τά «Χε­ρου­βίμ»᾿ ὄρ­θια καί μέ φό­βο καί τρό­μο λα­τρε­ύ­ουν τό Θε­ό· Πῶς ἐ­μεῖς κα­θό­μα­στε ἀ­φοῦ εἰ­κο­νί­ζο­μεν τά Χε­ρου­βίμ;



Θά με­ί­νο­μεν ὄρ­θιοι, ἀλ­λά ὑ­πο­κλει­νό­με­νοι μέ­χρι πού θά τε­λει­ώ­σει ἡ «Με­γά­λη εἴ­σο­δος» καί ὅ­ταν οἱ λει­τουρ­γοί εἰ­σέλ­θουν στό ῾Ι­ε­ρό Βῆ­μα καί το­πο­θε­τή­σουν τά «Τί­μια Δῶ­ρα» πά­νω στήν ῾Α­γί­αν Τρά­πε­ζαν καί ἀρ­χί­σουν νά λέ­γουν τήν « ᾿Ε­κτε­νῆ δέ­η­ση» τό­τε μπο­ροῦ­με νά κα­θί­σο­με μέ­χρι τήν ἐκ­φώ­νη­ση «Δι­ά τῶν οἰ­κτιρ­μῶν.­.» ᾿Α­πό τή στι­γμή αὐ­τή μέ­νο­μεν ὄρ­θιοι καί πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με μέ κα­τά­νυ­ξη καί προ­σο­χή τήν προ­ε­τοι­μα­σί­α καί τόν κα­θα­για­σμό τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων σέ Σῶ­μα καί Αἷ­μα Χρι­στοῦ. ῎Ε­τσι στε­κό­με­νοι τήν ὥ­ρα τοῦ « ᾿Ε­ξαι­ρέ­τως» μνη­μο­νε­ύ­ο­μεν καί πα­ρα­κα­λοῦ­μεν γι­ά ὅ­σους θυ­μό­μα­στε, ζων­τα­νο­ύς καί κε­κοι­μη­μέ­νους. ᾿Α­πό τή στι­γμή αὐ­τή καί μπρός πρέ­πει νά στε­κό­μα­στε για­τί εἶ­ναι πα­ρών, μπρο­στά μας, ὁ­λό­σω­μος ὁ Χρι­στός πε­ρι­μέ­νον­τας ὅ­λους ἑ­μᾶς νά τόν με­τα­λά­βο­με γι­ά νά μᾶς ἁ­γι­ά­σει, νά μᾶς θε­ώ­σει. Αὐ­τή τήν πε­ρί­ο­δο γί­νε­ται ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α, μέ προ­σευ­χή, τό­σο τοῦ ἱ­ε­ρέ­α ὅ­σο καί τῶν πι­στῶν πού θά κοι­νω­νή­σουν. Πρέ­πει νά εἴ­μα­στε ὄρ­θιοι καί κα­τά τή δι­άρ­κεια τῆς Θε­ί­ας με­τά­λη­ψης ἀ­πό το­ύς πι­στο­ύς. Εἶ­ναι ἀ­σέ­βεια νά εἶ­ναι ὁ Χρι­στός ἐ­νώ­πι­όν μας, νά προ­σφέ­ρε­ται γι­ά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κά­θε­νός μας καί ἐ­μεῖς νά κά­θό­μα­στε.



῎Αν αὐ­τές οἱ σύν­το­μες ὑ­πο­δε­ί­ξεις ἄν ἐ­φαρ­μο­στοῦν, σί­γου­ρα θά ὑ­πάρ­χει ὁ­μοι­ο­μορ­φί­α στίς ἀ­κο­λου­θί­ες μας.



Θά πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι ἐ­ξαι­ροῦ­νται ὅ­σοι γι­ά δι­ά­φο­ρους σο­βα­ρούς λό­γους δέ μπο­ροῦν νά στα­θοῦν τό­ση ὥ­ρα, ἄς στα­θοῦν ὅ­σο μπο­ροῦν αὐ­τοί.



9.Ἡ ἀ­πο­χώ­ρη­ση ἀ­πό τό Να­ό



Καί τό θέ­μα αὐ­τό εἶ­ναι μι­ά κα­κή βλα­βε­ρή συ­νή­θει­α. Βλέ­πεις με­ρι­κούς νά ἀ­πο­χω­ροῦ­ν ἀ­πό τήν ἐκκλησία, τήν ὥ­ρα τοῦ «Κοι­νω­νι­κοῦ» καί ἀλ­λοι ὅ­ταν κοι­νω­νή­σουν. Αὐ­τό δεί­χνει ἀ­σέ­βει­α, ἀ­μέ­λει­α καί προ­σβο­λή πρός τόν Χρι­στό μας πού τό­σα ἀ­γα­θά μᾶς πα­ρέ­χει. Δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά φύ­γει ἀ­πό τήν ἐκκλησία ἄν δέ ἐκ­φω­νή­σει ὁ λει­τουρ­γός τό «Ἐν εἰ­ρή­νη προ­έλ­θω­μεν» καί τό «Δι­’εὐ­χῶν…» Ὅ­ταν σέ κα­λέ­σει ὁ Δή­μαρ­χος ἠ ἄλ­λος ἄρ­χο­ντας τῆς πο­λι­τεί­ας μή­πως φεύ­γεις πρίν νά σοῦ δώ­σει τήν ἄ­δει­α, «μπο­ρεῖς νά πη­γαί­νεις;» ἀ­σφα­λῶς δέν ἀ­πο­χω­ρεῖς μή­πως τόν προ­σβά­λεις. Ἔ, Τό­τε γι­α­τί φεύ­γεις ὅ­ταν βρί­σκε­σαι ἐ­νώ­πι­ον, ὄ­χι ἄρ­χο­ντα, ἀλ­λά αὐ­τοῦ τοῦ Θε­οῦ, τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ τοῦ κό­σμου; Ἡ ἀ­πά­ντη­ση εἶ­ναι δι­κή σου.


http://hristospanagia1.wordpress.com/2011/12/08/%cf%80%e1%bf%b6%cf%82-%cf%80%cf%81%ce%ad%cf%80%ce%b5%ce%b9-%ce%bd%ce%ac-%cf%83%cf%85%ce%bc%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9%cf%86%ce%ad%cf%81%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%b9-%ce%bf%e1%bc%b1-%e1%bc%90%ce%ba%ce%ba/#more-21628

0 Comments:

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]

<< Home


Κέρσορες © "Copy/Paste"